ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΚΑΙ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΡΓΑΣΙΩΝ

 

ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΡΓΑΣΙΩΝ

2.43

«Practical trends and theoretical issues in mediating Greek culture to English» (6.233 λέξεις) υπό δημοσίευση (βλ. PAR28 ).

Το άρθρο μελετά τις πρακτικές που εφαρμόζουν οι άγγλοι μεταφραστές για την απόδοση στα αγγλικά του ελληνικού πολιτισμικού στοιχείου.

Στο πρώτο μέρος καταγράφονται οι μεταφραστικές τεχνικές που υιοθετούνται και στο δεύτερο μέρος επιχειρείται ο ορισμός των εγγενών παραγόντων και αιτιών που κατευθύνουν τους μεταφραστές στις επιλογές τους. Στόχος δεν είναι η αξιολόγηση των μεταφραστικών επιλογών, αλλά η μελέτη τους με σκοπό την ανάδειξη των θεωρητικών ζητημάτων που προκύπτουν από τις προτεινόμενες μεταφράσεις. Τα δεδομένα της έρευνας συγκεντρώθηκαν από διάφορα μυθιστορήματα και μία συλλογή δοκιμίων που έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά.

Η μελέτη των μεταφραστικών επιλογών για την απόδοση του ελληνικού πολιτισμικού στοιχείου οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι άγγλοι μεταφραστές υιοθετούν μία εθνοκεντρική προσέγγιση καθώς στοχεύουν στη δημιουργία ενός «διαφανούς» μεταφράσματος μέσα από την υποταγή των αλλότριων στοιχείων στις αξίες της γλώσσας-πολιτισμού στόχου. Κατά συνέπεια, στις περισσότερες περιπτώσεις, τα μεταφρασμένα κείμενα δεν συμβάλλουν στη συμφιλίωση ή την αναγνώριση της πολιτισμικής ετερότητας. Ο τρόπος που μεταφράζονται οι πολιτιστικοί ενδείκτες αντανακλά τους κανόνες και τα θέσμια που διέπουν το κοινωνιολογικό πεδίο μέσα στο οποίο δραστηριοποιούνται επαγγελματικά οι μεταφραστές και καταδεικνύει την ιμπεριαλιστική στάση των ηγεμονικών πολιτισμών.

2.42

«L'impact du territoire dans le transfert de l'élément culturel français », Ronald Jenn & Corinne Oster (éds), Territoires et traduction, Presses Universitaires d'Artois. (6.688 λέξεις) (βλ. PAR27).

Στόχος της εργασίας είναι να μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο η έννοια της επικράτειας (territoire) επιδρά στις μεταφραστικές επιλογές για την απόδοση του πολιτισμικού στοιχείου. Η μελέτη βασίζεται στη μετάφραση του έργου του Michel Houellebecq Les Particules élémentaires στα ελληνικά, τουρκικά και αγγλικά.

Στο πρώτο μέρος γίνεται επισκόπηση των διαφόρων επιστημονικών εννοιολογήσεων του όρου i>επικράτεια και επιχειρείται ένας νέος ορισμός. Στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας η επικράτεια εκλαμβάνεται ως ένα σύνολο συστατικών στοιχείων μίας φυσικής ή αφηρημένης οντότητας, ένα συγκεκριμένο ή εννοιολογικό κατασκεύασμα που δομεί με ιδιάζοντα τρόπο τις ιδιαιτερότητες και τα όρια του, τη συνάφεια και τη συνοχή του. Με άλλα λόγια ο όρος επικράτεια εκλαμβάνεται τόσο στην τοπολογική του διάσταση όσο και με την μεταφορική του έννοια, υπονοώντας την οριοθέτηση ενός συμβολικού χώρου/πεδίου. Ακόμη, μελετάται η σχέση που υπάρχει μεταξύ επικράτειας και μετάφρασης και ειδικότερα ορίζονται τα είδη επικράτειας που εμπλέκονται στο μεταφραστικό ενέργημα αλλά και στη μεταφρασεολογική σκέψη. Στη συνέχεια συγκρίνονται οι μεταφραστικές μέθοδοι που υιοθετούνται από τους μεταφραστές στις διάφορες γλώσσες προκειμένου να επιτρέψουν στους αναγνώστες τους την πρόσβαση σε μία διαφορετική από τη δική τους επικράτεια. Στα ελληνικά και τα τουρκικά, οι μεταφραστές του μυθιστορήματος του Houellebecqμε τις επιλογές που υιοθετούν, δίνουν τη δυνατότητα έκφρασης και ανάδειξης των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων του Άλλου, χωρίς ωστόσο να παραμελούν το Ίδιο. Αντίθετα, στη μετάφραση προς τα αγγλικά διαφαίνεται η οικειοποίηση και οι προσαρμογή του Ξένου στις αρχές της αγγλόφωνης επικράτειας.

Τελικά υποστηρίζεται ότι η επικράτεια αποτελεί μία σημαντική διαδραστική παράμετρο, η οποία δημιουργεί και επιβάλει μεταφραστικές συμπεριφορές. Οι μεταφραστές, δεν λειτουργούν ως ουδέτεροι διεκπεραιωτές, αλλά με τις επιλογές τους, ενσωματώνουν την πολιτισμική επικράτεια μέσα στην οποία δραστηριοποιούνται και αυτό είναι που καθοδηγεί τη στάση τους απέναντι στο ξένο κείμενο.

2.41.2012b

« Le transfert des emprunts en grec », Palimpsestes, no 25, C. Delesse (éd), Inscrire l'altérité : emprunts et néologismes en traduction, 127 - 154.

Στόχος της εργασίας είναι η μελέτη του τρόπου μετάφρασης στα ελληνικά των λέξεων ξένης προέλευσης που εμφανίζονται σε ένα γαλλικό κείμενο. Η μελέτη εντάσσεται στο πλαίσιο της Περιγραφικής Μεταφρασεολογίας και για τον λόγο αυτό δεν επιχειρείται κριτική των μεταφραστικών επιλογών. Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει κάποιες γενικές παρατηρήσεις αναφορικά με το φαινόμενο του γλωσσικού δανεισμού. Με βάση τη βιβλιογραφία, επιχειρείται ο ορισμός των κινήτρων που ωθούν μία φυσική γλώσσα να προσφύγει στην «εισαγωγή» εξωγενών λεξικών μονάδων καθώς και η κατηγοριοποίηση των διαφόρων ειδών λεξικών δανείων. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζονται οι τυπογραφικές συμβάσεις που χρησιμοποιούνται στα γαλλόφωνα κείμενα για να δηλωθούν στη γαλλική γλώσσα οι λεξικές μονάδες ξενικής προέλευσης καθώς και οι τρόποι αποσαφήνισης του αναφερόμενού τους. Στο τρίτο μέρος μελετώνται οι μεταφραστικές τεχνικές που χρησιμοποιούν οι μεταφραστές για να αποδώσουν τις λεξικές αυτές μονάδες στα ελληνικά.

Η μελέτη καταδεικνύει ότι το κίνητρο των ελλήνων μεταφραστών δεν είναι η απρόσκοπτη ανάγνωση του μεταφράσματος ούτε και η υποταγή του Ξένου. Οι μεταφραστές λειτουργούν ως πραγματικοί διαπολιτισμικοί μεσολαβητές και λαμβάνουν υπόψη τους τον πολιτισμό προέλευσης των δάνειων λέξεων και των σχέσεων του με τον πολιτισμό στόχο, το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκουν οι συγκεκριμένες λεξικές μονάδες καθώς και τη λειτουργία που επιτελούν στο κείμενο πηγή. Κύριο μέλημά τους λοιπόν είναι η συνέπεια προς όλες τις εμπλεκόμενες στη μεταφραστική διαδικασία πλευρές, γιατί οι επιλογές τους κατευθύνονται τελικά από τις εκφραστικές ιδιαιτερότητες των συγγραφέων του πρωτότυπου όπως και τις ερμηνευτικές ικανότητες των αναγνωστών του μεταφράσματος, τις συνθήκες παραγωγής του προς μετάφραση κειμένου, το είδος και τον τύπο του, αλλά και τις επικοινωνιακές του προθέσεις.

2.40.2012a

«Secondary term formation in Greek» (σε συνεργασία με Γ. Φλώρο), Cabré Castellvi, M. Teresa, Rosa Estopà Bagot & Chelo Vargas Sierra (eds), Neology in Specialized Communication, Terminology 18:1, Johns Benjamins Publishing Company, 86 - 104.

Η εργασία αυτή αποτελεί συνέχεια της εργασίας 2.38.2011γ.

Σκοπός του άρθρου είναι να εξετάσει θεωρητικά ζητήματα που άπτονται της δημιουργίας νεολογισμών στην ελληνική ορολογία, χρησιμοποιώντας παραδείγματα από το ίδιο το επιστημονικό πεδίο της Μεταφρασεολογίας. Το βασικό πρόβλημα που εντοπίζει η μελέτη είναι ότι παρότι όλες σχεδόν οι θεωρητικές αναλύσεις υιοθετούν μια σημειολογική προσέγγιση στο εν λόγω θέμα, στην πράξη η δευτερογενής δημιουργία όρων επιχειρείται μέσω της δημιουργίας αντιστοιχίας μόνο στο επίπεδο του σημαίνοντος. Η πρακτική αυτή συχνά οδηγεί σε όρους που δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στην έννοια (σημαινόμενο) που καλούνται να ονομάσουν. Διατηρώντας ως γενικό θεωρητικό πλαίσιο τη σημειολογική προσέγγιση, προτείνεται ως πιο λειτουργικό πλαίσιο για την επιτυχή δημιουργία νεολογισμών στην Ελληνική η οπτική ενός τριπλού συνδυασμού: της ορολογικής μονάδας (επίπεδο σημαίνοντος), της έννοιας (επίπεδο σημαινόμενου) και του ορισμού (ως μεταβατικού επιπέδου μεταξύ των υπολοίπων δύο).

Η επάρκεια μια τέτοιας προσέγγισης αποδεικνύεται με την εξέταση τριών περιπτώσεων που αφορούν μεταφρασεολογικούς όρους, οι οποίοι εμφανίζονται στην ελληνική προσαρμογή της Ορολογίας της Μετάφρασης των Delisle κ.ά. (1999).

2.39.2011d

«Le concept de loyauté en traduction : d'un principe moral vers une stratégie traductionnelle», FORUM, vol. 9, no 2, ESIT - Ksci, σελ. 119 - 138.

Στην εργασία μελετάται η έννοια της συνέπειας (loyalty) στη μετάφραση. Στόχος είναι η ορισμός των γενικών χαρακτηριστικών μιας μεταφραστικής στρατηγικής η οποία, εμπνευσμένη από την ηθική αρχή της συνέπειας (Nord 1992, 1994, 1997, 2005), λαμβάνει υπόψη της τόσο της πραγματο-λειτουργικές παραμέτρους όσο και τις εκφωνηματικές συνθήκες που διέπουν το μεταφραστικό ενέργημα. Η συνέπεια, έννοια κλειδί για τη μεταφραστική συμπεριφορά, κατέχει σημαντική θέση στην μεταφρασεολογική σκέψη καθώς συνδέεται άμεσα με την ηθική της μετάφρασης. Ωστόσο οι περισσότερες μελέτες περιορίζονται στην ανάδειξη της ηθικής της διάστασης και δεν προτείνουν στους μεταφραστές συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές.

Στο πρώτο μέρος της εργασίας γίνεται μία επισκόπηση της έννοιας στην μεταφρασεολογία. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζονται τα αδιέξοδα στα οποία οδηγούν οι υπάρχουσες προσεγγίσεις, οριοθετούνται οι βασικές συνιστώσες της προτεινόμενης στρατηγικής και παρουσιάζονται οι προοπτικές που διανοίγονται με την υιοθέτησή της. Υποστηρίζεται ότι με την συγκεκριμένη στρατηγική το μετάφρασμα δεν εκλαμβάνεται πλέον ως αντίγραφο του πρωτότυπου καθώς το τελευταίο δεν αντιμετωπίζεται αποκλειστικά στη γλωσσική του διάσταση. Με άλλα λόγια, η μετάφραση μετατρέπεται από ανα-παραγωγική σε παραγωγική διαδικασία και, άρα, σε μορφή δημιουργίας και μετ-εκφοράς. Στο τρίτο μέρος επιχειρείται η εφαρμογή της στρατηγικής της συνέπειας στη μετάφραση της παιδικής λογοτεχνίας με σκοπό την ιεράρχηση των συστατικών της παραμέτρων. Από τη μελέτη συγκεκριμένων μεταφράσεων καταδεικνύεται ότι οι βασικές παράμετροι που καθορίζουν τελικά τις μεταφραστικές επιλογές και προς τις οποίες τείνουν να είναι πρωτίστως συνεπείς οι μεταφραστές είναι οι ερμηνευτικές ικανότητες και οι προσδοκίες του αναγνωστικού κοινού από μια μετάφραση σε συνδυασμό με το είδος και την ποικιλία του προς μετάφραση κειμένου.

2.38.2011g

«Μεταφέροντας την ορολογία της μετάφρασης στα ελληνικά: προβλήματα και δυσκολίες», (σε συνεργασία με τον Γ. Φλώρο), Τ. Νενοπούλου & Ε. Λουπάκη (επιμ.), Η μεταφρασεολογική έρευνα και η μεταφραστική πρακτική στον ελληνόφωνο χώρο, Θεσσαλονίκη: Publish City, σελ. 21 - 46.

Στόχος της εργασίας αυτής είναι η παρουσίαση μίας σειράς ζητημάτων που σχετίζονται με την ελληνική ορολογία της μετάφρασης. Αφορμή για το συγκεκριμένο εγχείρημα αποτελεί η έκδοση στα ελληνικά του έργου των Jean Delisle, Hannelore Lee-Janke και Monique Cormier (1999) Terminologie de la Traduction - Translation Terminology - Terminología de Traducción - Terminologie der Übersetzung.

Αρχικά επιχειρείται μία συστηματοποιημένη παρουσίαση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η περί τη μετάφραση ορολογία που χρησιμοποιείται στον ελληνόφωνο χώρο και αναδεικνύονται οι λόγοι που καθιστούν αναγκαία την ύπαρξη μίας ευρέως αποδεκτής και παγίως χρησιμοποιούμενης μεταφρασεολογικής μεταγλώσσας. Στη συνέχεια, παρουσιάζεται ο τρόπος προσέγγισης και το μεθοδολογικό σχήμα που επιλέχτηκε για την απόδοση των όρων στην ελληνική γλώσσα, έτσι ώστε να διασφαλίζεται αφενός η συνοχή του συγγράμματος και αφετέρου η συνέπεια τόσο προς τα κίνητρα αυτών που συνέλαβαν και συνέταξαν το πρωτότυπο έργο όσο και προς τους δέκτες του μεταφράσματος. Τέλος, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην παρουσίαση κάποιων συγκεκριμένων προβλημάτων που προκύπτουν τόσο κατά τη μεταφορά της ορολογίας σε μία άλλη γλώσσα, όσο και κατά τη μετάφραση ενός επιστημονικού συγγράμματος γενικότερα, και στον τρόπο που αυτά επιλύονται.

Υποστηρίζεται ότι η προσαρμογή της ορολογίας σε μία άλλη γλώσσα συνιστά ένα εγχείρημα που ξεπερνά τα όρια της μετάφρασης με την παραδοσιακή αντίληψη. Το είδος των αλλαγών που απαιτούνται, η εκτεταμένη δημιουργία νεολογισμών καθώς και η επιδιωκόμενη θεσμοθέτηση της χρήσης των όρων εντός ενός συγκεκριμένου πεδίου του επιστητού εντάσσουν την όλη προσπάθεια και στο πεδίο της ορογραφίας, ιδίως όταν έχει προηγηθεί η παραλληλοποίηση και η θεσμοθέτηση της ορολογίας σε πολλές άλλες γλώσσες, όπως στην περίπτωση της ορολογίας της μετάφρασης. Επίσης προτείνεται η διερεύνηση των ορίων μεταξύ ορογραφίας και μετάφρασης, ιδιαίτερα μάλιστα στο πλαίσιο της μελέτης των σχέσεων εξουσίας και αλληλεπίδρασης που αναπτύσσονται μεταξύ λιγότερο ομιλούμενων και ευρύτερα διαδεδομένων γλωσσών στα νέα δεδομένα που δημιουργεί το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης.

2.37.2011b

« L'aventure de l'élément culturel dans les traductions d'Astérix en grec », B. Richet (éd), Le Tour du monde d'Astérix, Paris : Presses Sorbonne Nouvelle, σελ. 219 - 234.

Στην εργασία αυτή μελετάται η απόδοση στα ελληνικά των πολιτισμικών ενδεικτών που εμφανίζονται στην κλασσική γαλλική σειράς κόμικς Αστερίξ των René Gossigny και Albert Uderzo. Για την εργασία χρησιμοποιήθηκαν οι δύο από τις τρείς μεταφράσεις που έχουν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα (Εκδόσεις Ψαρόπουλος και Εκδόσεις Μαμούθ Comix) και το ενδιαφέρον εστιάζεται σε πολιτισμικούς ενδείκτες που αναδεικνύουν τον γαλλικό γαστριμαργικό πολιτισμό καθώς και τα γαλλικά τραγούδια.

Στο πρώτο μέρος της μελετάται η πρόσληψη του συγκεκριμένου έργου στην Ελλάδα καθώς και η θέση του στο ελληνικό κοινωνιολογικό πεδίο. Στο δεύτερο μέρος ορίζονται οι λειτουργίες που επιτελεί το πολιτισμικό στοιχείο στα κείμενα του Αστερίξ και αναδεικνύονται οι μεταφραστικές δυσκολίες που προκύπτουν από τις συγκεκριμένες λειτουργίες. Στο τρίτο μέρος γίνεται μια αναλυτική παρουσίαση των διαφόρων μεταφραστικών τεχνικών που καταγράφηκαν στο υπό μελέτη υλικό με σκοπό τον ορισμό των μεταφραστικών στρατηγικών που υιοθετούν οι έλληνες μεταφραστές. Παρατηρείται ότι μεταφραστικές στρατηγικές δεν είναι ίδιες στις δύο εκδόσεις: στην πρώτη χρονολογικά έκδοση παρατηρείται μία τάση οικειοποίησης του πολιτισμικού στοιχείου ενώ στη δεύτερη χρονολογικά έκδοση μία τάση ξενοποίησης. Αποδεικνύεται ότι οι διαφορές που καταγράφονται οφείλονται τόσο σε κοινωνιολογικής-κοινωνιογλωσσικής όσο και σε πραγματολογικής φύσης αίτια.

2.36.2011a

"Traduire: transcrire, ré-écrire ou -énoncer?", Travaux Linguistiques du CerLiCo, no 24, Presses Universitaires de Rennes, σελ. 179 - 199.

Η εργασία έχει ως στόχο να αναδείξει την εκφωνηματική διάσταση της μεταφραστικής πράξης. Στο πρώτο μέρος παρουσιάζονται οι λόγοι που καθιστούν αναγκαία την αναθεώρηση και τον επαναπροσδιορισμό του μεταφραστικού ενεργήματος. Στο δεύτερο μέρος αναλύονται τα χαρακτηριστικά της μεταφραστικής διαδικασίας που δικαιολογούν τόσο τη σύγκλιση της με τη λεκτική διεργασία με την όσο και την υιοθέτηση μίας εκφωνηματικής προσέγγισης για την εμπεριστατωμένη μελέτη της. Το τρίτο μέρος επικεντρώνεται στις νέες προοπτικές που προσφέρει η συγκεκριμένη προσέγγιση για τη μελέτη του μεταφραστικού φαινομένου.

Μέσα από την μελέτη συγκεκριμένων μεταφράσεων, αποδεικνύεται ότι η μεταφραστική διαδικασία δεν αποτελεί μία πράξη μετεγγραφής ή επανα-γραφής αλλά μία πράξη μετ-εκφοράς. Υποστηρίζεται ότι η συγκεκριμένη θεώρηση αναιρεί τις δυικές προσεγγίσεις της μεταφραστικής πράξης, λαμβάνει υπόψη της όλες της μορφές της πολύγλωσσης διαμεσολάβησης, και όχι μόνο τις παραδοσιακές μορφές διαγλωσσικής μετάφρασης, εκλαμβάνει τη μεταφραστική πράξη ως μία μορφή λεκτικής διεργασίας, προσεγγίζει το μετάφρασμα ως ένα κοινωνικό προϊόν ενταγμένο σε ένα χωρο-χρονικό πλαίσιο και προσδίδει στον μεταφραστή τα χαρακτηριστικά ενός ομιλούντος υποκειμένου.

2.35.2010

« Hégémonie culturelle, choix traductionnels et relations intercommunautaires : étude d'un cas », J. Peeters (éds), Traduction et communautés, Artois : Presses Université, σελ. 151 - 164.

Η εργασία αυτή αποτελεί συνέχεια της εργασίας 2.25.2005β. Στόχος της είναι η μελέτη των προβλημάτων που προκύπτουν όσον αφορά τη διαμεσολαβητική αποστολή της μετάφρασης κατά την απόδοση στα ελληνικά του οθωμανικού πολιτισμικού στοιχείου που καταγράφεται σε γαλλικά κείμενα. Με βάση τις μεταφραστικές τεχνικές που καταγράφονται, επιχειρείται ο ορισμός των αιτίων που ώθησαν τους μεταφραστές να υιοθετήσουν τις συγκεκριμένες επιλογές καθώς και οι πιθανές επιπτώσεις των μεταφραστικών επιλογών στη σχέση των δύο πολιτισμικών κοινοτήτων (ελληνική - τουρκική).

Στο πρώτο μέρος μελετάται ο τρόπος εμφάνισης (τυπογραφικές συμβάσεις) των ενδεικτών που δηλώνουν τον οθωμανικό πολιτισμό στα πρωτότυπα γαλλικά κείμενα στα οποία βασίζεται η συγκεκριμένη έρευνα (ένα ιστορικό κείμενο, δύο μυθιστορήματα και ένα επιστημονικό άρθρο) καθώς και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την επεξήγηση της σημασίας τους. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζονται οι μεταφραστικές επιλογές που καταγράφηκαν και απομονώνονται δύο διαφορετικές τάσεις: μία συνεπής ως προς την κοινή πολιτισμική γνώση των αποδεκτών του μεταφράσματος και τις ερμηνευτικές τους ικανότητες και μία δουλική ως προς το πρωτότυπο κείμενο με επανάληψη επεξηγήσεων για πολιτισμικά στοιχεία που είναι γνωστά στους έλληνες αναγνώστες.

Καθώς το μετάφρασμα συνιστά το επιτέλεσμα της συμπεριφοράς και του ιδεολογικού προσανατολισμού μίας κοινωνίας, στη συνέχεια επιχειρείται ο ορισμός των λόγων που ώθησαν τους έλληνες μεταφραστές στη δουλική αναπαραγωγή των επεξηγήσεων που εμφανίζονται στα γαλλικά κείμενα. Υποστηρίζεται ότι η προσήλωση των μεταφραστών στις νόρμες που χρησιμοποιούνται στη γλώσσα-πολιτισμό πηγή, γνωστή για το κύρος της και τις ηγεμονικές της τάσεις, όπως και η ατυχής διατήρηση των επεξηγηματικών σημειώσεων των συγγραφέων που υπάρχουν στο πρωτότυπο οφείλεται ενδεχομένως στην επιθυμία μίμησης ενός κυριαρχικού πολιτισμικά προτύπου ενώ καταδεικνύει παράλληλα τις προσπάθειες της σύγχρονης Ελλάδος να επιβεβαιώσει και να ενισχύσει τη θέση της στον ευρωπαϊκό χώρο. Παράλληλα, δεδομένης της ιστορικής διάστασης της γλώσσας και του γεγονότος ότι τα γλωσσικά δάνεια δηλώνουν, μεταξύ άλλων, την κοινωνική και πολιτική κυριαρχία μίας πολιτισμικής ομάδας, η δουλική αναπαραγωγή του πρωτότυπου που καταγράφεται θα μπορούσε να ενταχθεί στο γενικότερο πλαίσιο προσπάθειας εξάλειψης των οθωμανικών/τουρκικών επιρροών από την ελληνική γλώσσα που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια. Η στάση αυτή των μεταφραστών έχει ως αποτέλεσμα την πλασματική διεύρυνση των πολιτισμικών διαφορών που υπάρχουν ανάμεσα στις εμπλεκόμενες κοινότητες και ως εκ τούτου η μετάφραση παύει τελικά να λειτουργεί ως μέσο συμφιλίωσης, κατανόησης και σύγκλισης των λαών.

2.34.2009g

"Le traducteur face à la culture culinaire grecque: un médiateur interculturel ou vecteur d'annexionnisme? », H. Anamur, A. Bulet & A. Uras-Yilmaz (éds), Actes du Colloque International de Traduction: La traduction sous tous ses aspects au centre de gravité du dialogue international, Istanbul: Dinç Ofset Matbaacilik San. Ltd. Şti, σελ. 301 - 307.

Στην εργασία αυτή μελετάται ο τρόπος απόδοσης στη γαλλική γλώσσα του ελληνικού γαστριμαργικού πολιτισμικού στοιχείου που καταγράφεται σε κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται η λειτουργία των πολιτισμικών ενδεικτών στα λογοτεχνικά κείμενα και το πως αυτή διαφοροποιείται από άλλα είδη κειμένων, όπως τα πληροφοριακά και τα προτρεπτικά. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζονται αναλυτικά οι μεταφραστικές τεχνικές που χρησιμοποίησαν οι γάλλοι μεταφραστές για την απόδοση των πολιτισμικών ενδεικτών και στο τρίτο μέρος σχολιάζονται οι μεταφραστικές τεχνικές που καταγράφηκαν υπό το πρίσμα της ιδεολογικο-πολιτικής διάστασης της μετάφρασης.

Από τη μελέτη διαφαίνεται η τάση των μεταφραστών για οικειοποίηση του ξένου πολιτισμικού στοιχείου, δεδομένου ότι οι μεταφραστικές τεχνικές που κυριαρχούν είναι η πολιτισμική προσαρμογή (52%), η επεξήγηση (35%) και ο μεταγραμματισμός που συνοδεύεται από σημείωση του μεταφραστή (13%). Υποστηρίζεται ότι, καθώς οι μεταφραστικές επιλογές δεν είναι ιδεολογικά ουδέτερες, η τάση που καταγράφεται από την έρευνα δεν μπορεί να θεωρηθεί αποκλειστικά ως αποτέλεσμα του ενδιαφέροντος του μεταφραστή να παράγει ένα κατανοητό και ρέον κείμενο. Αντίθετα αποτελεί απόρροια της ευρύτερης εθνοκεντρικής - ειδοποιητικής προσέγγισης του ξένου στοιχείου που χαρακτηρίζει τις κεντρικές/ισχυρές γλώσσες-πολιτισμούς, ειδικά κατά την μετάφραση από μία περιφερειακή γλώσσα-πολιτισμό, και οδηγεί τελικά την κατάργηση της διαμεσολαβητικής αποστολής του μεταφραστή.

2.33.2009b

Μεταφράζοντας τον κόσμο του Άλλου: Θεωρητικοί προβληματισμοί - Λειτουργικές προοπτικές

Μονογραφία. Αθήνα: Εκδόσεις Δίαυλος, 271 σελίδες. ISBN 978-960-531-253-4

Το παρόν βιβλίο έχει ως στόχο τη μελέτη του τρόπου απόδοσης του πολιτισμικού στοιχείου που καταγράφεται σε ένα προς μετάφραση κείμενο, σκιαγραφώντας παράλληλα τη σχέση που υπάρχει μεταξύ του μεταφραστικού φαινομένου και της έννοιας του πολιτισμού. Στις σελίδες του αποτυπώνεται η ερευνητική μου δραστηριότητα της τελευταίας εξαετίας. Η απόφασή μου να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο θέμα οφείλεται στον καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζει το πολιτισμικό φαινόμενο σε όλες τις φάσεις του μεταφραστικού ενεργήματος, αλλά και στις δυσκολίες που δημιουργούν οι πολιτισμικά φορτισμένες έννοιες κατά τη μεταφραστική διαδικασία. Τα ερωτήματα που προκύπτουν κατά την προσέγγιση του θέματος είναι πολλά και διαφορετικής φύσης: πώς ορίζεται ο πολιτισμός, ποια η σχέση του με τη γλώσσα και τη μετάφραση, με ποιο τρόπο η πολιτισμική σημασία του πρωτότυπου κειμένου μπορεί να γίνει προσιτή στους αναγνώστες του μεταφράσματος, σε περίπτωση που η ακριβής μετάφραση αποδεικνύεται ανεπαρκής τι είδους παράγοντες κατευθύνουν τον μεταφραστή στις επιλογές του, με ποια κριτήρια επιλέγονται οι μεταφραστικές μέθοδοι που υιοθετούνται, τι σηματοδοτούν σε ιδεολογικό επίπεδο οι διάφορες μεταφραστικές στρατηγικές και ποιες οι πιθανές τους επιπτώσεις για τον πολιτισμό υποδοχής, ποιος ο ρόλος του είδους του κειμένου στην απόδοση του πολιτισμικού στοιχείου, υπάρχει μια μέθοδος που να ενδείκνυται περισσότερο από ότι άλλες;

Η μελέτη διαρθρώνεται σε πέντε κεφάλαια και επιχειρεί να δώσει απαντήσεις σε κάποια από τα παραπάνω ερωτήματα.

Το πρώτο κεφάλαιο επικεντρώνεται στην έννοια του πολιτισμού. Μελετώνται η σημασιολογική εξέλιξη της λέξης culture, καθώς και της συγγενούς της civilisation, στη γαλλική, γερμανική και αγγλική γλώσσα με γνώμονα τις ιδεολογικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που σφράγισαν τον Δυτικό κόσμο, όπως και ο τρόπος πρόσληψης της έννοιας στα διάφορα επιστημονικά πεδία (ανθρωπολογία, κοινωνιολογία, πολιτισμικές σπουδές). Ακόμη, επιχειρείται ένας ορισμός της έννοιας ο οποίος εστιάζοντας στις ιδιαιτερότητες του μεταφραστικού φαινομένου. Ως πολιτισμός ορίζεται το σύνολο των εκφάνσεων της κοινωνικής ζωής. Υιοθετήθηκε επίσης η θέση ότι η πολυδιάστατη αυτή έννοια δρα σε τρία βασικά επίπεδα της ανθρώπινης δραστηριότητας: το ατομικό στο πλαίσιο του οποίου σκεφτόμαστε και λειτουργούμε ως άτομα, το συλλογικό στο πλαίσιο του οποίου ενεργούμε μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον και το εκφραστικό στο πλαίσιο του οποίου εκφράζεται το ίδιο το κοινωνικό σύνολο. Συνεπώς ως πολιτισμός δεν νοείται μόνο η ανώτερη πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου, όπως αυτή πραγματώνεται στις τέχνες και στα γράμματα, αλλά και όλες οι κοινωνικά ορισμένες όψεις του ανθρώπινου βίου και οι κοινές μορφές συμπεριφοράς μέσα στις οποίες συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων η λεκτική επικοινωνία και η μετάφραση. Η συγκεκριμένη προσέγγιση καταργεί τη διάζευξη μεταξύ culture και civilisation και αντιμετωπίζει την έννοια ως μια διαδικασία που περιλαμβάνει και ταυτόχρονα αποκλείει: μια έννοια δηλαδή που επιβάλλει ένα αόρατο τυπικό και καθορίζει τη συμπεριφορά στους κόλπους μιας οργανωμένης ομάδας ανθρώπων.

Στο δεύτερο κεφάλαιο μελετάται η αμφίδρομη σχέση του πολιτισμού με τη γλώσσα και το μεταφραστικό φαινόμενο. Ειδικότερα, εξετάζονται οι τρόποι διάδρασης μεταξύ πολιτισμού και γλώσσας, ο ρόλος της μετάφρασης στην εξέλιξη και την προώθηση των πολιτισμικών αξιών, η θέση της έννοιας του πολιτισμού στις διάφορες μεταφραστικές θεωρίες όπως και οι προσεγγίσεις εκείνες που βασίζονται στον πολιτισμό (πολιτισμική στροφή). Γίνεται φανερό ότι γλώσσα και πολιτισμός είναι αλληλένδετες έννοιες, δεδομένου ότι η γλώσσα ορίζεται ως μια εκδήλωση του πολιτισμού ενός λαού, ενώ παράλληλα αποτελεί το μέσο υλοποίησης και εναποθήκευσης των αξιών του. Διαφαίνεται, επίσης, ότι η μετάφραση αποτελεί μια από τις σημαντικότερες μορφές διαπολιτισμικής επικοινωνίας, πρωταγωνιστεί στη διαβίβαση νέων ιδεών σε μια κοινωνία και λειτουργεί ως μέσο εμπλουτισμού μιας γλώσσας και ανανέωσης μιας πολιτισμικής οντότητας. Καταδεικνύεται ακόμη ότι ο πολιτισμός συνιστά εργαλείο μελέτης του μεταφραστικού φαινομένου αλλά και αδιάσπαστο στοιχείο της ίδιας της μεταφραστικής πράξης. Τέλος, υποστηρίζεται ότι μετάφραση και πολιτισμός παρουσιάζονται άρρηκτα συνδεδεμένοι σε τρία διαφορετικά, αλλά συμπληρωματικά, επίπεδα:

§ στο επίπεδο της λεκτικής δραστηριότητας,

§ στο επίπεδο του περιεχομένου του κειμένου και

§ στο επίπεδο της ηθικής που διέπει τη μεταφραστική πράξη και το οποίο, καθώς επηρεάζει και τα δύο άλλα επίπεδα, λειτουργεί παράλληλα με αυτά.

Το τρίτο κεφάλαιο αναφέρεται στη σχέση μεταξύ πολιτισμού και μετάφρασης στο επίπεδο της λεκτικής δραστηριότητας. Επιχειρείται η σύζευξη της συλλογικής οργάνωσης του λόγου με την έννοια της μεταφραστικής νόρμας όπως και με αυτήν του habitus και παρουσιάζονται κάποια ενδεικτικά παραδείγματα διαφοροποίησης μεταξύ πρωτότυπου και μεταφράσματος τα οποία οφείλονται στη διαφορετική συλλογική οργάνωση του λόγου της ελληνικής από τη γαλλική γλώσσα. Διαπιστώνεται ότι οι αποκλίσεις που καταγράφονται μεταξύ πρωτοτύπου και μεταφράσματος δεν είναι πάντα απόρροια των συντακτικών περιορισμών που επιβάλλει μια γλώσσα, αλλά οφείλονται και στη διαφορετική συλλογική οργάνωση του λόγου στις εμπλεκόμενες γλώσσες και κατ' επέκταση στις πολιτισμικές τους ιδιαιτερότητες.

Στο τέταρτο κεφάλαιο συζητείται η σχέση μεταξύ πολιτισμού και μετάφρασης στο επίπεδο του περιεχομένου του κειμένου. Το ενδιαφέρον εστιάζεται στην περιγραφή, τον ορισμό και την κατηγοριοποίηση των πολιτισμικά φορτισμένων γλωσσικά στοιχείων. Επισημαίνεται ότι η πολιτισμική ιδιαιτερότητα αποτυπώνεται τόσο στο λεξιλόγιο (μικροδομικό επίπεδο) όσο και στις ιδιαίτερες συμβάσεις γραφής όπως και τις πραγματολογικές παραμέτρους της επικοινωνίας (μακροδομικό επίπεδο). Ειδικότερα μέσα σε ένα κείμενο ο πολιτισμός εκφράζεται, μεταξύ άλλων, από τους πολιτισμικούς ενδείκτες, λεξικές μονάδες, ή συνδυασμός λεξικών μονάδων, που δηλώνουν χαρακτηριστικά αντικείμενα και έννοιες του τρόπου ζωής, της κοινωνικής και ιστορικής εξέλιξης κάθε οργανωμένης οντότητας, κοινωνικής ή εθνικής και παρουσιάζουν προβλήματα απόδοσης κατά τη μεταφορά τους σε μια άλλη γλώσσα, εξαιτίας της μη ύπαρξης αντίστοιχου αναφερόμενου στοιχείου στη γλώσσα και τον πολιτισμό υποδοχής. Εξετάζονται επίσης οι βασικές μεταφραστικές τάσεις για την απόδοση του πολιτισμικού στοιχείου που καταγράφονται στη διεθνή βιβλιογραφία (οικειοποίηση / ξενοποίηση) και αναδεικνύονται τα αδιέξοδα στα οποία αυτές οδηγούν. Συγκεκριμένα υποστηρίζεται ότι οι θέσεις που κυριαρχούν σχετικά με το θέμα συνιστούν απόρροια ενός ευρύτερου ιδεολογικοπολιτικού πλαισίου και βρίσκονται εγκλωβισμένες μέσα μια προσέγγιση του μεταφραστικού ενεργήματος που καταργεί στην ουσία τη διαλεκτική υφή της μεταφραστικής διαδικασίας, αγνοεί τη λειτουργική διάσταση του μεταφράσματος και παραβλέπει τις πραγματολογικές παραμέτρους που εμπλέκονται στη μεταφραστική πράξη. Στη συνέχεια μελετάται το κειμενικό είδος ως φορέας μεταφραστικών επιλογών και επιχειρείται ο ορισμός μιας νέας μεταφραστικής στρατηγικής η οποία βασίζεται στην ηθική αρχή της συνέπειας και λαμβάνει υπ' όψιν της επικοινωνιακές και λειτουργικές συνιστώσες του μεταφραστικού ενεργήματος.

Το πέμπτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη μετάφραση του ελληνικού πολιτισμικού στοιχείου και συγκεκριμένα στη διαδικασία μεταφοράς των πολιτισμικών ενδεικτών που αναφέρονται στη γαστριμαργική μας παράδοση και εντοπίζονται σε διάφορες κατηγορίες κειμένων. Παρουσιάζονται τα χαρακτηριστικά (γλωσσικά και κειμενικά) του σώματος κειμένων από το οποίο αντλήθηκε το υλικό της έρευνας όπως και οι μεταφραστικές τεχνικές που καταγράφονται στη διεθνή βιβλιογραφία για την απόδοση των πολιτισμικών ενδεικτών. Ακόμη, κατηγοριοποιείται ο τρόπος απόδοσης των ελληνικών εδεσμάτων στη γαλλική (περίπτωση λογοτεχνικών κειμένων και οδηγών μαγειρικής) και την αγγλική γλώσσα (περίπτωση καταλόγων εστιατορίων) και σχολιάζονται οι καταγεγραμμένες μεταφραστικές επιλογές με βάση λειτουργικά κριτήρια. Από την έρευνα διαπιστώνεται ότι οι μεταφραστικές στρατηγικές που ακολουθούνται διαφοροποιούνται με βάση το κειμενικό είδος και τη βαρύτητα που έχει ο ίδιος ο ενδείκτης μέσα στο προς μετάφραση κείμενο.

Το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η μεταφορά του πολιτισμικού στοιχείου δεν προϋποθέτει μια μέθοδο εγκλωβισμένη σε μια διπολική θεώρηση της μεταφραστικού φαινομένου. Το κριτήριο επιλογής της μεθόδου για την εισαγωγή του αναγνώστη ή του χρήστη ενός κειμένου σε έναν διαφορετικό κόσμο δεν είναι αποκλειστικά προϊόν των ιδεολογικών αξιών που καθορίζουν σε μια δεδομένη περίοδο την μεταφραστική πρακτική. Αποτελεί αντίθετα αντικείμενο διαπραγμάτευσης, βάσει των επικοινωνιακών συνθηκών που διέπουν το μεταφραστικό ενέργημα. Για την απόδοση του πολιτισμικού στοιχείου, αλλά και για τη μετάφραση γενικότερα, είναι προτιμότερη η υιοθέτηση μεθόδων ή στρατηγικών οι οποίες, αντί να επικροτούν δογματικές ή κανονιστικές προσεγγίσεις και να αναγκάζουν τον μεταφραστή να λάβει θέση υπέρ του ενός ή του άλλου πολιτισμικού συστήματος, προωθούν στρατηγικές που ενεργοποιούν την επαγγελματική του ευθύνη, έχουν ως γνώμονα την επικοινωνιακή επιτυχία του μεταφραστικού εγχειρήματος και βασίζονται στον αμοιβαίο σεβασμό προς τους πρωταγωνιστές του μεταφραστικού γεγονότος. Αναδεικνύεται λοιπόν η αναγκαιότητα μιας νέας προσέγγισης του μεταφράζειν όπως και η οριοθέτηση μιας στρατηγικής η οποία, βασιζόμενη στην αρχή της συνέπειας, λαμβάνει υπ' όψιν της τις συνιστώσες της μεταφραστικής διαδικασίας, και πιο συγκεκριμένα:

§ τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μεταφραστικής εντολής,

§ το είδος και την ποικιλία του προς μετάφραση κειμένου,

§ τις παραμέτρους παραγωγής αλλά και πρόσληψης του κειμένου,

§ τις επιδιωκόμενες επικοινωνιακές του προθέσεις καθώς και την οπτική γωνία του δημιουργού του,

§ τις συνθήκες εκφώνησης και την επιδιωκόμενη λειτουργία του μεταφράσματος,

§ τις μεταφραστικές νόρμες και την μεταφραστική παράδοση της κοινωνίας υποδοχής,

§ τις ιδιαιτερότητες των εμπλεκόμενων γλωσσών-πολιτισμών και τις πιθανές σχέσεις που τις συνδέουν,

§ τις ερμηνευτικές ικανότητες και τις προσδοκίες του αναγνωστικού κοινού από μια μετάφραση.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το προς μετάφραση κείμενο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποκλειστικά και μόνο στη γλωσσική του διάσταση. Ένα κείμενο δεν υφίσταται από μόνο του: αποτελεί απόρροια ενός συγκεκριμένου επικοινωνιακού περιβάλλοντος το οποίο δεν συμπίπτει πάντα με αυτό του μεταφραστικού γεγονότος. Με την υιοθέτηση της στρατηγικής της συνεπούς μετάφρασης που προτείνεται, το μετάφρασμα δεν εκλαμβάνεται πλέον ως αντίγραφο του πρωτότυπου, αλλά συνιστά μια αναβίωση -και γιατί όχι την επιβίωσή του­-, τη συνέχειά του μέσω της αναγέννησης. Με άλλα λόγια, η μετάφραση μετατρέπεται από ανα-παραγωγική σε παραγωγική διαδικασία και, άρα, σε μορφή δημιουργίας. Παράλληλα, αναβαθμίζεται ο ρόλος του μεταφραστή και καθίσταται πολύ πιο ουσιαστικός και υπεύθυνος. Αυτό συμβαίνει γιατί μέσα στο νέο πλαίσιο προσέγγισης, ο μεταφραστής καλείται τελικά να δημιουργήσει και να εγγυηθεί σχέσεις εμπιστοσύνης με όλες τις εμπλεκόμενες στο μεταφραστικό εγχείρημα πλευρές. Ως εκ τούτου, δεν είναι πλέον κάποιος που απλά προσφέρει υπηρεσίες ή που εργάζεται ως ουδέτερος διεκπεραιωτής· αντίθετα λειτουργεί ως ένας διαπολιτισμικός μεσολαβητής, οι πρακτικές του οποίου καταρρίπτουν τον θεωρητικό δογματισμό, ακυρώνουν κάθε πολιτισμική αδιαλλαξία και προωθούν την επικοινωνιακή διάσταση της μεταφραστικής πράξης και την σύζευξη μεταξύ των πολιτισμών.

2.32.2009a

«Η θέση της θεωρίας στην εκπαίδευση των μεταφραστών»

Στο συλλογικό τόμο: Η Διδακτική της Μετάφρασης στον ελληνόφωνο χώρο: σύγχρονες τάσεις και προοπτικές, Ε. Λάμπρου & Γ. Φλώρος (επιμ), Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Με τη μελέτη αυτή επιδιώκεται η ανάπτυξη ενός προβληματισμού γύρω από τη θέση που μπορεί, ή πρέπει να έχει, η θεωρία της μετάφρασης στο πλαίσιο ενός προγράμματος εκπαίδευσης μεταφραστών. Μέσα από την εργασία καθίσταται σαφές ότι το μάθημα της θεωρίας της μετάφρασης αποτελεί βασική προϋπόθεση και μέσο τόσο για την εκπαίδευση όσο και την κατάρτιση των μεταφραστών. Δεν προτείνεται ένα συγκεκριμένο syllabus, αλλά αναδεικνύονται οι λόγοι που επιβάλλουν τη διδασκαλία της θεωρίας και την καθιστούν σημαντική στην πρακτική της μετάφρασης.

Ειδικότερα, επαναπροσδιορίζονται κάποιοι από τους παιδαγωγικούς στόχους του μαθήματος της θεωρίας της μετάφρασης, έτσι ώστε το μάθημα να αποβάλλει τον περιφερειακό του χαρακτήρα και να αποκτήσει πρωτεύοντα ρόλο, πρακτικό όφελος και ακριβή προσανατολισμό. Παράλληλα προτείνεται το μάθημα να αντιμετωπιστεί όχι ως ένα σύνολο συμπληρωματικών προς απομνημόνευση γνώσεων αλλά ως το κεντρικό παιδαγωγικό έρεισμα του προγράμματος εκπαίδευσης. Δεδομένου ότι οποιαδήποτε μεταφραστική επιλογή φανερώνει μία θεωρητική θέση, υποστηρίζεται ότι οι εκπαιδευόμενοι μεταφραστές θα πρέπει να εκτεθούν στις ποικίλες προσεγγίσεις της μετάφρασης όχι για να τις απομνημονεύσουν, αλλά για να διαλογιστούν εποικοδομητικά και για να εμπλέξουν, τελικά, εαυτούς σε μία διαδικασία θεωρητικοποίησης. Συγκεκριμένα, καθώς το απώτερο ζητούμενο για τους διδασκόμενους είναι -ή θα πρέπει να είναι- η με οργανωμένο τρόπο ανάπτυξη των δικών τους θέσεων, αρχών και ιδεών σχετικά με το μεταφραστικό φαινόμενο και όχι η στείρα αποστήθιση κάποιων θεωριών ή η παθητική αποδοχή γνώσεων, το μάθημα της θεωρίας της μετάφρασης θα πρέπει, εν τέλει, να επιδιώκει την έκθεση τους στη διαδικασία θεωρητικοποίησης (process of theorizing), στη σύνθετη δηλαδή διαδικασία «μέσω της οποίας ένας άνθρωπος οργανώνει ένα σύνολο όχι στενά μεταξύ τους συνδεδεμένων ιδεών σε υπόδειγμα ή κανονικότητα και τελικά σε κανόνα» [Robinson (1997: 181)]. Έτσι, οι μελλοντικοί μεταφραστές θα μάθουν να επανεκτιμούν -και γιατί όχι, να αναθεωρούν­- τις προτεινόμενες, από τις υπάρχουσες θεωρίες, αρχές, θα καταφέρουν να σκέφτονται με πιο εποικοδομητικό, γόνιμο και δημιουργικό τρόπο και θα αποκτήσουν γνωστική αυτονομία.

2.31.2008b

Επιστημονική Επιμέλεια της ελληνικής έκδοσης του έργου των Jean Delisle, Ηannelore Lee-Jahnke & Monique C. Cormier, (1999). Translation Terminology. Amsterdam / Philadelphia: J. Benjamins Publishing Company.

*Ελληνική Μετάφραση: Ορολογία της Μετάφρασης, Πρόλογος - Μετάφραση Γεώργιος Φλώρος, Αθήνα: Εκδόσεις Μεσόγειος.

Πρόκειται για τη μεταφορά στην ελληνική γλώσσα του λεξικού ορολογίας που συνέταξαν οι Jean Delisle, Ηannelore Lee-Jahnke & Monique C. Cormier με σκοπό την ομογενοποιήση - τυποποίηση της μεταγλώσσας που χρησιμοποιείται στη Διδακτική της μετάφρασης.

Σε πρώτο στάδιο, η συμβολή μου συνίσταται στην αποδελτίωση των όρων που υπάρχουν στην ελληνόφωνη βιβλιογραφία και σε δεύτερο στάδιο στον ορισμό του τρόπου προσέγγισης και του μεθοδολογικού σχήματος που υιοθετήθηκε για την απόδοση των όρων στην ελληνική γλώσσα, έτσι ώστε να διασφαλίζεται αφενός η συνοχή του συγγράμματος και αφετέρου η συνέπεια τόσο προς τα κίνητρα αυτών που συνέλαβαν και συνέταξαν το πρωτότυπο έργο όσο και προς τους δέκτες του μεταφράσματος. Παράλληλα, συνέβαλα στην απόδοση πολλών όρων με τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η αποδεκτικότητα, η πληροφορικότητα και η ανακλησιμότητα των προτεινόμενων όρων καθώς και ο σαφής ορισμός τους .

2.30.2008a

"Mediating culinary culture: The case of Greek restaurant menus"

Across Languages and Cultures, Vol. 9: 2, 219 - 233

Σε αυτή την εργασία παρουσιάζονται τα πρώτα αποτελέσματα μία έρευνας που αφορά τη μετάφραση των καταλόγων των ελληνικών εστιατορίων και εντάσσεται σε μία ευρύτερη μελέτη σχετικά το μεταφραστικό προϊόν που προσφέρεται σε τομείς που έχουν σχέση με τον Τουρισμό. Το υλικό αντλήθηκε από επιτόπια έρευνα σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος καθώς και από το Διαδίκτυο και περιλαμβάνει γύρω στους 300 καταλόγους και περίπου 3000 εδέσματα. Στόχος δεν είναι η αξιολόγηση του τελικού προϊόντος -αν και αυτό είναι αναπόφευκτο σε κάποιες περιπτώσεις- αλλά να θιχτούν κάποια ζητήματα, θεωρητικά και πρακτικά, που προκύπτουν από τη μετάφραση. Επιπλέον, με βάση τις μεταφραστικές επιλογές που καταγράφηκαν, τίθεται ένας γενικότερος προβληματισμός γύρω από τη μετάφραση του πολιτισμικού στοιχείου.

Το πρώτο μέρος αφορά πρακτικά στοιχεία της έρευνας, περιγράφονται η προβληματική και το σχέδιο της έρευνας και γίνονται κάποια προκαταρκτικά σχόλια σχετικά με το μεταφραστικό γεγονός. Στο δεύτερο μέρος, παρουσιάζονται τα γλωσσικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά των καταλόγων των εστιατορίων. Στο τρίτο μέρος, το ενδιαφέρον εστιάζεται στις μεταφραστικές τεχνικές απόδοσης της πολιτισμικής ετερότητας που εντοπίστηκαν στο υπό έρευνα υλικό, στη σχέση που αυτές οι τεχνικές έχουν με τον τύπο και τη λειτουργία του προς μετάφραση κειμένου καθώς και στις συνέπειες των συγκεκριμένων μεταφραστικών τεχνικών στην επικοινωνιακή αποστολή του μεταφράσματος.

2.29.2007g

«Μεταφράζοντας τον κόσμο του «Άλλου»: οικειοποίηση, ξενοποίηση ή συνέπεια;»

20 Χρόνια Τ.Ξ.Γ.Μ.Δ. Επετειακός Τόμος, Παναγιώτης Ι. Κελάνδριας (επιμ.), Αθήνα: Δίαυλος, 149 - 168.

Στην εργασία αυτή επιχειρείται η διεύρυνση της προβληματικής που τέθηκε στην εργασία 2.27.2007α. Στόχος της είναι η μελέτη του τρόπου απόδοσης του πολιτισμικού στοιχείου που εντοπίζεται κατά τη μετάφραση ενός κειμένου. Οι παρατηρήσεις βασίζονται σε αυθεντικές μεταφράσεις (ζεύγος γλωσσών γαλλικά - ελληνικά) διαφόρων ειδών κειμένων (πληροφοριακά, εκφραστικά, προτρεπτικά).

Είναι γεγονός ότι η κατανόηση της πολιτισμικής πραγματικότητας, που καταγράφεται σε ένα κείμενο, αλλά και η μεταφορά της σε μία άλλη γλώσσα αποτελούν πηγή προβλημάτων και δυσκολιών για τον μεταφραστή. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το ζήτημα της απόδοσης του Άλλου, αλλά και γενικότερα η διάδραση μεταξύ μετάφρασης και πολιτισμού, απασχολεί ιδιαίτερα πλέον τη μεταφρασεολογική σκέψη. Παρατηρούμε, ωστόσο, ότι οι θέσεις που κυριαρχούν, ως απόρροια ενός ευρύτερου ιδεολογικοπολιτικού πλαισίου, βρίσκονται εγκλωβισμένες μέσα σε μία διπολική προσέγγιση και συνοψίζονται στο ακόλουθο ζεύγος: οικειοποίηση ή ξενοποίηση. Μία τέτοια προσέγγιση όμως καταργεί τη διαλεκτική υφή της μεταφραστικής διαδικασίας, αγνοεί τη λειτουργική διάσταση του μεταφράσματος και παραβλέπει τις πραγματολογικές παραμέτρους που εμπλέκονται στη μεταφραστική πράξη. Εύλογα, λοιπόν, μπορεί κανείς να αναρωτηθεί αν το κριτήριο επιλογής της μεθόδου για την εισαγωγή του αναγνώστη σε ένα διαφορετικό κόσμο πρέπει να είναι αποκλειστικά προϊόν των ιδεολογικών αξιών που διέπουν το κοινό-στόχο και καθορίζουν σε μία δεδομένη περίοδο τη μεταφραστική πρακτική ή αντίθετα αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης, βάσει των επικοινωνιακών συνθηκών που καθορίζουν το μεταφραστικό ενέργημα.

Μέσα από την εργασία αναδεικνύεται ότι η μεταφορά του πολιτισμικού στοιχείου δεν προϋποθέτει, όπως πολύ συχνά συμβαίνει, μία μέθοδο εγκλωβισμένη σε μία διπολική θεώρηση της μεταφραστικού φαινομένου. Απαιτεί αντίθετα συνέπεια ως προς τις συνιστώσες της μεταφραστικής διαδικασίας, δηλαδή:

§ τις επικοινωνιακές προθέσεις του συγγραφέα του πρωτότυπου και τη λειτουργία του κειμένου,

§ τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προς μετάφραση πολιτισμού και των σχέσεων του με τους αναγνώστες του μεταφράσματος,

§ τις ερμηνευτικές ικανότητες του αναγνωστικού κοινού.

Ο σεβασμός της ετερότητας αποτελεί αδιαμφισβήτητα απαραίτητη προϋπόθεση σε κάθε επικοινωνία και άρα σε κάθε προσπάθεια μεταφοράς του πολιτισμικού στοιχείου σε μία άλλη γλώσσα. Ωστόσο η ετερότητα αυτή, δεδομένων των διαλεκτικών σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των πολιτισμών, ορίζεται πάντα σε σχέση με τις γλώσσες-πολιτισμούς αλλά και το κοινό στο οποίο απευθύνεται στο μετάφρασμα. Το προς μετάφραση κείμενο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποκλειστικά και μόνο στη γλωσσική του διάσταση. Ένα κείμενο δεν υφίσταται από μόνο του. Αποτελεί απόρροια ενός συγκεκριμένου επικοινωνιακού περιβάλλοντος το οποίο δεν συμπίπτει πάντα με αυτό του μεταφραστικού γεγονότος.

2.28.2007b

"The relevance of utterer-centered linguistics to Translation Studies"

Σε συνεργασία με την Τ. Νενοπούλου

Doubts and Directions in Translation Studies, Yves Gambier, Miriam Shlesinger & Radegundis Stolze (eds), Amsterdam/Philadelphia: John Benjamins Publishing Company, 297 - 308.

Στόχος της εργασίας είναι η διερεύνηση των δυνατοτήτων που προσφέρει η θεωρία των λεκτικών διεργασιών του γάλλου γλωσσολόγου Antoine Culioli για την αντικειμενική και αντιδογματική μελέτη της μετάφρασης.

Στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται η σχέση μεταξύ γλωσσολογίας και μεταφρασεολογίας και διερευνώνται οι λόγοι για την ανεπαρκή αναγνώριση της συμβολής της γλωσσολογίας στη μεταφρασεολογία. Μελετάται ο ρόλος που έχουν παίξει οι γλωσσολογικά προσανατολισμένες θεωρίες της μετάφρασης για τη συστηματική ανάλυση και την επιστημονική μελέτη του μεταφραστικού φαινομένου και αποδεικνύεται ότι ο σκεπτικισμός κάποιων σύγχρονων μεραφρασεολόγων απέναντι στη γλωσσολογία δεν είναι δικαιολογημένος, αλλά πηγάζει από τη λανθασμένη και περιοριστική άποψη που οι ίδιοι έχουν γι' αυτήν. Ακόμη αποδεικνύεται με μια σειρά επιχειρήματα ότι πολλοί από τους θεωρητικούς που απορρίπτουν τη γλωσσολογία καταφεύγουν αναπόφευκτα σε αυτήν για την ανάλυση του μεταφραστικού φαινομένου.

Στη συνέχεια, ακολουθώντας τη μέθοδο ανάλυσης της Jacqueline Guillemin-Flescher, αποδεικνύεται με βάση συγκεκριμένα παραδείγματα (αυθεντικές μεταφράσεις σε ζεύγη γλωσσών: ελληνικά - γαλλικά, ελληνικά - αγγλικά, ελληνικά - ισπανικά, γαλλικά - ελληνικά) ότι η υιοθέτηση του συγκεκριμένου θεωρητικού μοντέλου το οποίο συνδέει τις γλωσσικές ενότητες με την εξωγλωσσική πραγματικότητα καθώς και τα εκφωνήματα με αυτούς που τα παράγουν μπορεί να διαφωτίσει κάποιες πτυχές της μεταφραστικής διαδικασίας και να παράσχει κατά συνέπεια ένα ισχυρό εργαλείο για την ανάπτυξη της μεταφραστικής δεξιότητας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, παρουσιάζονται οι βασικές αρχές της θεωρίας των λεκτικών διεργασιών και μελετάται ο τρόπος που αυτές μπορούν να συμβάλλουν στην κατανόηση της λεκτικής δραστηριότητας καθώς και στην συστηματική ανάλυση της μετάφρασης.

2.27.2007a

"Le principe de loyauté dans la traduction de l'élément culturel: du binarisme polarisant à la fonctionnalité du texte"

Au-delà de la lettre et de l'esprit pour une redéfinition des concepts de source et de cible, Nadia D'Amelio (ed), Mons : CIPA, 121 - 132.

Στόχος της εργασίας είναι να αποδείξει ότι η μεταφορά των πολιτισμικών ενδεικτών, ιδιαίτερα όταν αυτοί εντοπίζονται σε πληροφοριακά κείμενα, δεν προϋποθέτει μία μέθοδο εγκλωβισμένη στη διπολική θεώρηση του μεταφράζειν, αλλά μία ολιστική προσέγγιση, η οποία υπερβαίνοντας τα καθαρά γλωσσικά κριτήρια, συνδυάζει τη λειτουργικότητα με τη συνέπεια. Μία μέθοδο, δηλαδή, που κατευθύνεται από τους πραγματολογικούς παράγοντες που εμπλέκονται στη μεταφραστική πράξη, όπως η σχέση του πολιτισμού που αναδεικνύεται από τους ενδείκτες με τους αναγνώστες / χρήστες του μεταφράσματος, οι επικοινωνιακές προθέσεις του εντολέα της μετάφρασης, οι επικοινωνιακές προθέσεις του συντάκτη του κειμένου πηγή, ο δέκτης του μεταφράσματος και οι ερμηνευτικές του ικανότητες.

Η εργασία διαρθρώνεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος εξετάζονται οι μεταφραστικές μέθοδοι που προτείνονται για τη μεταφορά του πολιτισμικού στοιχείου και αναδεικνύονται τα αδιέξοδα στα οποία αυτές οδηγούν. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζονται οι ιδιαιτερότητες της μεθόδου της συνεπούς μετάφρασης και του τρόπου με τον οποίο εφαρμόζεται στη μετάφραση πληροφοριακών κειμένων.

2.26.2006

«Μεταφραστική επιστήμη και γλωσσολογία: Η ρήξη είναι οριστική;»

Πρακτικά του 13ου Διεθνούς Συνεδρίου Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας, «Νέες Κατευθύνσεις στην Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία», Τόμος Νο 9, Α. Καββαδία, Μ. Τζωανοπούλου & Α. Τσαγγαλίδης (επιμ.), Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 157 - 168.

Στην εργασία αυτή επιχειρείται να αναδειχθεί ότι η διαφαινόμενη ρήξη μεταξύ μεταφρασεολογίας και γλωσσολογίας είναι πλασματική και όχι πραγματική. Αρχικά, σε μία σύντομη ιστορική επισκόπηση, παρουσιάζεται η εξέλιξη της μεταφραστικής σκέψης. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται κάποιες θεωρητικές προσεγγίσεις που έχουν επηρεαστεί από τις επιστήμες της γλώσσας όπως και προσεγγίσεις που απορρίπτουν τη γλωσσολογία. Τέλος, λαμβάνοντας υπ' όψιν τις ιδιομορφίες του μεταφραστικού φαινομένου, ασκείται κριτική στις θέσεις που αρνούνται τη σχέση μεταξύ γλωσσολογίας και μετάφρασης.

Μέσα από την παρουσίαση των κυρίων χαρακτηριστικών του μεταφραστικού ενεργήματος, αποδεικνύεται ότι οι δεσμοί μεταξύ γλωσσολογίας και μεταφρασεολογίας παραμένουν άρρηκτοι παρά τις ενστάσεις κάποιων ερευνητών. Καθίσταται επίσης σαφές ότι πολύ συχνά προσεγγίσεις που απορρίπτουν τη γλωσσολογία, τελικά, εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων του μεταφραστικού φαινομένου, τη χρησιμοποιούν ή παραπέμπουν σε έννοιες που προέρχονται από το συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο. Καθώς η μεταφραστική διαδικασία ξεκινάει και τελειώνει στη γλώσσα, γλωσσολογία και μετάφραση δεν μπορούν παρά να είναι αλληλέγγυες. Ακόμη, θα ήταν αδύνατο να προβούμε σε μία εμπεριστατωμένη μελέτη του μεταφραστικού φαινομένου αν αγνοούσαμε τη γλωσσική του διάσταση. Τόσο το πρωτότυπο κείμενο όσο και οι αλλαγές που καταγράφονται στο μετάφρασμα είναι αποτέλεσμα της λεκτικής δραστηριότητας. Η μετάφραση αποτελεί ένα κατ' εξοχήν γλωσσικό ενέργημα στο οποίο αδιαμφισβήτητα εμπλέκονται και άλλοι παράγοντες -όπως οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτικοί και πολιτισμικοί-, που και αυτοί όμως εκφράζονται συνήθως διαμέσου της γλώσσας. Αντί, της απόρριψης της γλωσσολογίας, προτείνεται η, μέσα από μία διαλεκτική προσέγγιση, μελέτη του τρόπου με τον οποίο τα θεωρητικά κεκτημένα της θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να αποσαφηνίσουμε κάποιες από τις πτυχές του πολυδιάστατου, κατά γενική ομολογία, μεταφραστικού φαινομένου.

2.25.2005b

«Le transfert en grec de l'élément culturel ottoman à travers des écrits francophones».

Les Cahiers du Bosphore: XL, Z. Mennan (ed), Istanbul : Les Éditions Isis, σσ. 57 - 69.

Στόχος της εργασίας είναι η μελέτη των μεταφραστικών στρατηγικών που χρησιμοποιούνται για την απόδοση στα ελληνικά του οθωμανικού πολιτισμικού στοιχείου που εμφανίζεται σε γαλλικά κείμενα.

Η έρευνα μεταφρασμένων κειμένων ανέδειξε ότι υπάρχουν δύο τάσεις: μία δουλική και μία συνεπής. Στην πρώτη περίπτωση οι μεταφραστές παραμένουν εγκλωβισμένοι στη διπολική προσέγγιση της μεταφραστικής πράξης (οικειοποίηση / ξενοποίηση) και αντιμετωπίζουν το κείμενο αποκλειστικά στη γλωσσική του διάσταση. Παραβλέπουν επίσης το γεγονός ότι απευθύνονται σε ένα κοινό που βρίσκεται πολύ πιο κοντά στο συγκεκριμένο πολιτισμό απ' ότι το γαλλόφωνο: συνεπώς πολιτισμικά στοιχεία που ενδεχομένως να φαντάζουν εξωτικά για τους γάλλους αναγνώστες είναι πολύ πιο γνώριμα στους έλληνες αναγνώστες. Στη δεύτερη περίπτωση, οι μεταφραστές δε θεωρούν τη μεταφραστική πράξη ως απλή μεταφορά λέξεων αλλά ως γλωσσική διεργασία και διαπολιτισμική επικοινωνία. Οι επιλογές τους καθορίζονται από επικοινωνιακούς και κοινωνικο-πολιτισμικούς παράγοντες και λαμβάνουν κατά συνέπεια υπόψη τους τις επικοινωνιακές προθέσεις του συγγραφέα του πρωτότυπου, τη λειτουργία του κειμένου, την κοινή πολιτισμική γνώση των αποδεκτών του μεταφράσματος και τις ερμηνευτικές τους ικανότητες.

2.24.2005a

«L'organisation collective du discours comme vecteur des choix traductionnels».

Le verbe et la scène. Travaux sur la littérature et le théâtre en l'honneur de Zoé Samara, A. Sivetidou, A. Tsatsakou (eds), Paris : Honoré Champion, σσ. 411 - 421.

Στόχος της εργασίας είναι να καταδείξει τον βαθμό που η συλλογική γλωσσική συμπεριφορά των ομιλητών της γλώσσας-στόχου επηρεάζει τον μεταφραστή στις επιλογές του.

Στην εργασία υιοθετείται η θέση της J. Guillemin-Flescher σύμφωνα με την οποία, εκτός από τους συντακτικούς περιορισμούς που θέτει μία γλώσσα και τις υποκειμενικές, ιδιολεκτικές θα λέγαμε, προτιμήσεις των μεταφραστών, υπάρχει και ένας τρίτος παράγοντας που κατευθύνει τις μεταφραστικές επιλογές. Πρόκειται για τη «συλλογική οργάνωση του λόγου», η οποία ορίζει ένα κοινό ύφος στα μέλη μίας γλωσσικής κοινότητας.

Μέσα από τη μελέτη γαλλικών κειμένων μεταφρασμένων στα ελληνικά, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι αποκλίσεις που καταγράφονται μεταξύ πρωτότυπου και μεταφράσματος δεν δικαιολογούνται πάντα από την απουσία ορισμένων συντακτικών σχημάτων στη γλώσσα-στόχο ή από υφολογικούς παράγοντες. Οφείλονται αντίθετα στη γλωσσική οργάνωση που κυριαρχεί στη γλώσσα-στόχο. Δεν πρόκειται λοιπόν για απλές εκφραστικές παραλλαγές, αλλά είναι αποτέλεσμα της στρατηγικής που διαθέτει κάθε γλώσσα για να κατασκευάσει και να προσανατολίσει ένα εκφώνημα.

2.23.2004

«L'analyse différentielle comme moyen d'approche du phénomène traduisant».

Mélanges offerts à J. Guillemin - Flescher, L. Gournay, J.-M. Merle (eds), Gap : Ophrys, σσ. 305 - 314.

Στόχος της εργασίας είναι να αναδείξει τη σημασία της αντιπαραβολικής ανάλυσης μεταφρασμένων κειμένων, της μελέτης δηλαδή των σχέσεων και των διεργασιών που τίθενται σε λειτουργία σε ένα συγκεκριμένο ζεύγος γλωσσών, για τη διερεύνηση και διασαφήνιση, στο μέτρο του δυνατού, του μεταφραστικού φαινομένου.

Μέσα από παραδείγματα αποδεικνύεται ότι η συγκεκριμένη μέθοδος συνδέει τη θεωρία με την πράξη και καταργεί το λανθασμένο δίλημμα που ταλανίζει εδώ και αιώνες τη σκέψη γύρω από τη μετάφραση: προτεραιότητα στο περιεχόμενο ή στη μορφή; Ακόμη, μας οδηγεί σε μία αντικειμενική προσέγγιση της μεταφραστικής πράξης όπως και σε μία αντιδογματική στάση ως προς τον τρόπο μετάφρασης. Επιτρέπει τέλος τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας της ισοδυναμίας. Κατά συνέπεια, η μετάφραση θεωρείται πλέον ως γλωσσική δραστηριότητα, δηλαδή ως μία διεργασία αναγνώρισης και αναπαράστασης των σταθερών χαρακτηριστικών που υπάρχουν μεταξύ δύο γλωσσών.

2.22.2003g

«La conception de l'unité linguistique dans les systèmes de Traduction Automatique (TA)».

Σε συνεργασία μετις T. Kυριακοπούλου και Τ. Νενοπούλου

Proceedings of the International Conference on The Challenges of Translation and Interpretation in the Third Millennium, N. Oueizan, B. Sarru' (ed), Louaize: Notre Dame University Press, σσ. 79 - 86.

Στην εργασία μελετάται ο τρόπος θεώρησης της γλωσσικής μονάδας από τα Συστήματα Αυτόματης Μετάφρασης και προτείνεται η δημιουργία ενός νέου συστήματος το οποίο τυποποιεί τις λεξικές μονάδες και τα λεκτικά σχήματα με βάση τις λειτουργίες που επιτελούν μέσα σε ένα εκφώνημα.

Στο πρώτο μέρος γίνεται αναφορά στο γενικό πλαίσιο που διέπει τα Συστήματα Αυτόματης Μετάφρασης και διαπιστώνεται, μέσα από παραδείγματα, ότι οι μεταφράσεις που προσφέρονται είναι προβληματικές εξαιτίας μίας βασικής τυπικής αντίφασης: παρόλο που η γλωσσολογία μας διδάσκει ότι η αναφορική λειτουργία είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τη γλωσσική δραστηριότητα, τα λογισμικά Αυτόματης Μετάφρασης την αγνοούν και θεωρούν τη γλώσσα ως σύστημα. Στη συνέχεια μελετάται η σημασία των λεξικών μονάδων κατά τη μεταφραστική διαδικασία και καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η σημασία ορίζεται στα πλαίσια του εκφωνήματος και όχι στο επίπεδο της συστημικής περιγραφής και της μορφο-συντακτικής πραγμάτωσης των γλωσσών. Τέλος ορίζονται οι θεμελιώδεις αρχές του νέου συστήματος το οποίο βασίζεται στα ηλεκτρονικά λεξικά και στους μεταβιβαστές (transducteurs à états finis) και έχει ως στόχο την τυποποίηση των γλωσσικών διεργασιών.

2.21.2003b

«Le traducteur face à l'élément culturel du texte à traduire».

Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου «Μεταφράζοντας στον 21ο αιώνα: Τάσεις και Προοπτικές», που διοργάνωσε ο Tομέας Mετάφρασης του Tμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του A.Π.Θ., Θεσσαλονίκη: University Studio Press, σσ. 197 - 205.

Στόχος της εργασίας είναι η μελέτη του τρόπου απόδοσης των όρων με πολιτισμικό περιεχόμενο που υπάρχουν σε ένα προς μετάφραση κείμενο. Oι παρατηρήσεις βασίζονται στη μετάφραση του έργου του J. Nehama « Histoire des Israélites de Salonique » στα ελληνικά.

Το βασικό συμπέρασμα το οποίο εξάγεται είναι ότι το πέρασμα των συγκεκριμένων όρων σε μία άλλη γλώσσα δεν προϋποθέτει την υιοθέτηση μιας μεταφραστικής μεθόδου εγκλωβισμένης στη διπολική αντίληψη πολιτογράφηση / διεθνοποίηση. Οι μεταφραστικές επιλογές υπαγορεύονται, αντίθετα, από διάφορες παραμέτρους του μεταφραστικού φαινομένου όπως οι ερμηνευτικές ικανότητες των αποδεκτών του μεταφράσματος και οι σχέσεις τους με τον πολιτισμό που περιγράφεται στο κείμενο, οι επικοινωνιακές προθέσεις του συγγραφέα, το γλωσσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο εντοπίζονται οι εν λόγω γλωσσικές μονάδες, οι σκοποί που εξυπηρετεί η μετάφραση κ.λπ.

O μεταφραστής, ειδικά όταν πρόκειται για ένα κείμενο με όρους που προέρχονται από έναν πολιτισμό διαφορετικό από αυτό της γλώσσας πηγής, λειτουργεί με τα χαρακτηριστικά του ομιλητή. Oι επιλογές του επηρεάζονται από τους επικοινωνιακούς στόχους του μεταφράσματος και δεν υιοθετεί πάντα την ίδια στάση με το συγγραφέα του πρωτότυπου, όταν μάλιστα αυτή είναι εθνοκεντρική.

2.20.2003a

«Formation des traducteurs: du savoir théorique au savoir -faire professionnel».

Σε συνεργασία με την T. Kυριακοπούλου.

Territoires Actuels de la Traduction, R. Baconsky, D. Gouadec, G. Lascu (ed), Cluz-Napoca: Editura Echinox, σσ. 315 - 326.

H εργασία ασχολείται με τη θεωρητική εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση των μεταφραστών. Μετά από μια σύντομη θεώρηση των υφισταμένων προγραμμάτων στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, επιχειρείται η καταγραφή των προβλημάτων που υπάρχουν όπως και ο ορισμός των βασικών αξόνων ενός προγράμματος σπουδών, επικεντρωμένου τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη.

Το ερώτημα που τίθεται είναι με ποιό τρόπο είναι δυνατή η σύζευξη θεωρίας και πράξης μέσα στα πλαίσια ενός προγράμματος εκπαίδευσης μεταφραστών και ποιοι πρέπει να είναι οι στόχοι του:

· μια θεωρητική εκπαίδευση η οποία αρκείται στο να προτείνει προκαθορισμένα μοντέλα, στατικές περιγραφές και κανόνες ή μια εκπαίδευση η οποία στοχεύει στον προβληματισμό γύρω από τη μεταφραστική διαδικασία αλλά και το αποτέλεσμα αυτής;

· μια πρακτική εκπαίδευση επικεντρωμένη στη μετάδοση γνώσεων ή μια εκπαίδευση που έχει ως στόχο την ανάπτυξη δεξιοτήτων, λαμβάνοντας υπόψη της τις πιθανές εξελίξεις του επαγγέλματος και τις ανάγκες της αγοράς;

2.19.2002

«Quelques réflexions sur l'équivalence en traduction».

Recherches en linguistique grecque I, Christos Clairis (éd), Paris : L'Harmattan, σσ. 223 - 226.

Στόχος της εργασίας αυτής είναι ο εννοιολογικός ορισμός και η θεωρητική προσέγγιση της ισοδυναμίας στη μεταφραστική διαδικασία

Λαμβάνοντας υπόψη τις διάφορες προσεγγίσεις του όρου από τους μεταφρασεολόγους και έχοντας ως δεδομένο ότι η ισοδυναμία δεν μπορεί να ανιχνευθεί στο επίπεδο των γλωσσικών σημείων και των σημαινομένων τους, αποδεικνύεται, μέσα από τη μελέτη του τρόπου μετάφρασης στην ελληνική γλώσσα του προσωπικής αντωνυμίας «on», ότι πρόκειται τελικά για μια δυναμική έννοια που ορίζεται στο επίπεδο του λόγου και αφορά τις λειτουργίες που επιτελούνται από τα διάφορα γλωσσικά στοιχεία.

2.18.2001

«Αδιέξοδα στη θεωρητική προσέγγιση της μεταφραστικής διαδικασίας: μια πρώτη προσπάθεια ορισμού τους».

Πρακτικά του 3ου Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας, Θεσσαλονίκη: Studio University Press, 2001, σσ. 699 - 704.[2]

Αντικείμενο της εργασίας είναι η διερεύνηση του κατά πόσο οι απορρέουσες αρχές από τις θεωρητικές θέσεις που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί γύρω από τη μετάφραση οδηγούν σε μία σφαιρική και ολοκληρωμένη προσέγγιση του φαινομένου.

Αρχικά παρουσιάζονται μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά των διαφόρων θεωριών και στη συνέχεια μελετάται αν η υιοθέτησή τους καθιστά εφικτή την αποτελεσματική περιγραφή τόσο της μεταφραστικής διαδικασίας όσο και του αποτελέσματος αυτής.

Τελικά διαφαίνεται ότι, παρόλο που η θεωρητική προσέγγιση της μεταφραστικής διαδικασίας είναι αναγκαία, οι διάφορες θεωρίες δε μελετούν πάντα με αποτελεσματικότητα και σε βάθος το μεταφραστικό φαινόμενο, ούτε προσφέρουν ικανοποιητικές, δόκιμες και σαφείς λύσεις στους στόχους που θέτουν.

2.17.2000g

La Deixis dans le passage du grec au français, Gap: Ophrys.

Πρόκειται για τη αναθεωρημένη, σε επίπεδο ύφους και ουσίας, δημοσίευση των τεσσάρων από τα πέντε κεφάλαια της διδακτορικής μου διατριβής (βλ. 2.5.1994). Tα βασικά συμπεράσματα παραμένουν τα ίδια, υπάρχουν ωστόσο πολλές αλλαγές, όσον αφορά την παρουσίαση της επιχειρηματολογίας, και το ενδιαφέρον επικεντρώνεται κυρίως στη μελέτη των μεταφραστικών προβλημάτων που προκύπτουν κατά το πέρασμα από τη γαλλική στην ελληνική γλώσσα.

2.16. 2000β (2.16.2000b_1 & 2.16.2000b_2)

«Le traducteur face aux coordonnées énonciatives du texte à traduire: le cas de la narration historique».

Traduction: théories et pratiques, Publications de l'ENS de Tunisie, vol. X, σσ. 123 - 137.

Στόχος της εργασίας είναι ο ορισμός του ρόλου του μεταφραστή κατά τη μεταφραστική διαδικασία . Ερευνάται ο τρόπος με τον οποίο ενεργεί για να αναγνωρίσει, κατ'αρχάς, και να επαναδιατυπώσει, στη συνέχεια, τις γλωσσικές ενότητες του προς μετάφραση κειμένου. Tο προς μελέτη υλικό αντλείται από τη μετάφραση στα ελληνικά του έργου του J. Nehama « Histoire des Israélites de Salonique »

Oι παρατηρήσεις βασίζονται στις γλωσσικές μονάδες που ορίζουν τις τοπικές συντεταγμένες του κειμένου. Eξετάζονται οι ιδιαιτερότητες τους, σε σχέση με την αναφορική τους τιμή, ορίζονται οι λειτουργικές τους ιδιομορφίες στην περίπτωση της ιστορικής αφήγησης και μελετάται η μετάφρασή τους στην ελληνική γλώσσα.

Το συμπέρασμα το οποίο εξάγεται είναι ότι ο μεταφραστής, για να αναγνωρίσει τους διάφορους τοπικούς ενδείκτες, ταυτίζεται με την κατάσταση εκφοράς του κειμένου και έχοντας αυτή ως βάση προβαίνει στον υπολογισμό της αναφορικής τους τιμής. Για την επαναδιατύπωσή τους ωστόσο, λαμβάνει υπόψη του τον τρόπο οργάνωσης του συγκεκριμένου είδους κειμένου, τις γλωσσικές ιδιομορφίες της γλώσσας στόχου (έλλειψη λόγω χάρη τυπικών ισοδυνάμων) και τη συλλογική οργάνωση του λόγου στη γλώσσα στόχο. Άρα δε λειτουργεί ως ένας απλός αποκωδικοποιητής αλλά έχοντας υιοθετήσει τα χαρακτηριστικά αυτού που εκφέρει το λόγο.

2.15.2000a

«Traductologie: données théoriques et perspectives de recherche».

Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου για τη Μετάφραση, Αθήνα: Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, 2000, σσ. 149 - 157.

Στόχος της εργασίας είναι:

α. η διερεύνηση του κατά πόσο οι απορρέουσες αρχές από τις θεωρητικές θέσεις που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί γύρω από τη μετάφραση οδηγούν σε μία σφαιρική και ολοκληρωμένη προσέγγιση του φαινομένου.

β. ο ορισμός των χαρακτηριστικών που πρέπει να διέπουν ένα θεωρητικό μοντέλο για τη μετάφραση.

Αρχικά παρουσιάζονται ομαδοποιημένα τα διάφορα θεωρητικά μοντέλα που έχουν προταθεί για τη μετάφραση και μελετάται αν η υιοθέτησή τους καθιστά εφικτή την αποτελεσματική περιγραφή τόσο της μεταφραστικής διαδικασίας όσο και του αποτελέσματος αυτής. Στη συνέχεια, επιχειρείται η εισαγωγή του μεταφραστικού φαινομένου σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, πλαίσιο που λαμβάνει υπόψη του όλες τις παραμέτρους και τις ιδιαιτερότητες που επενεργούν κατά το πέρασμα από τη γλώσσα πηγή στη γλώσσα στόχο, με σκοπό τη χάραξη νέων ερευνητικών προοπτικών.

2.14.1999

«Mη γλωσσική πραγματικότητα και γλωσσικές πραγματώσεις: η περίπτωση της μετάφρασης».

Πρακτικά του 3ου Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας, Aθήνα : Eλληνικά Γράμματα, 1999, σσ. 983 - 991.

Επιχειρείται να αποδειχτεί ότι οι διαφορές ή οι ομοιότητες που καταγράφονται κατά το πέρασμα από τη γλώσσα πηγή στη γλώσσα στόχο δεν οφείλονται σε ελεύθερες επιλογές του μεταφραστή, αλλά υπαγορεύονται από το ίδιο το κείμενο και τις ιδιαίτερες διεργασίες που σηματοδοτούν τα γλωσσικά στοιχεία κατά τη μετατροπή της μη γλωσσικής πραγματικότητας σε λόγο, στα πλαίσια πάντα μίας συγκεκριμένης επικοινωνιακής πράξης.

H μελέτη μεταφρασμένων κειμένων φανερώνει τελικά ότι η μεταφραστική διαδικασία δεν ορίζεται στο επίπεδο των αναλογιών των γλωσσικών σχημάτων, αλλά στο επίπεδο της αναγνώρισης των διεργασιών που σηματοδοτούνται από τα εν λόγω γλωσσικά στοιχεία.

Το συμπέρασμα το οποίο εξάγεται είναι ότι η απόδοση των γνωστικών δεδομένων στην περίπτωση της μετάφρασης επιβάλλει το πέρασμα από την ιδιαιτερότητα μιας γλώσσας στο γενικευτικό χαρακτήρα του λόγου και έπειτα την επιστροφή και πάλι στο ειδικό χαρακτήρα μια άλλης γλώσσας. Έτσι η έννοια της ισοδυναμίας χάνει το στατικό της χαρακτήρα και αποκτά μία δυναμική. Όσο για τη μεταφραστική διαδικασία παύει να αποτελεί την αναζήτηση αντίστοιχων γλωσσικών σημείων και ορίζεται πλέον ως η απόδοση γλωσσικών σημείων που είναι ενταγμένα σε μία επικοινωνιακή πράξη.

2.13.1998b

National Report on the training of Translators and Interpreters in Greece.

Hλεκτρονική Δημοσίευση στην ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου του FreieUniversität του Bερολίνου: http://www.fu-berlin.de/elc/en/tnp.html

Έκθεση η οποία συντάχθηκε στα πλαίσια του προγράμματος του Eυρωπαϊκού Συμβουλίου Γλωσσών (Θεματικό Δίκτυο: «Μετάφραση και Διερμηνεία») με στόχο την κατάρτιση ενός κοινού προγράμματος σπουδών για την εκπαίδευση των μεταφραστών και διερμηνέων στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Καταγράφεται η υφιστάμενη κατάσταση στους τομείς της εθνικής γλωσσικής πολιτικής και του εκπαιδευτικού συστήματος και δίνεται έμφαση στον τρόπο οργάνωσης των μεταφραστικών σπουδών (διάρθρωση σπουδών, γλώσσες εργασίας) στην Ελλάδα. Ακόμη, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, διατυπώνονται προτάσεις για τη βελτίωση του τρόπου κατάρτισης των μεταφραστών και των διερμηνέων και υποδεικνύονται μέτρα που πρέπει να ληφθούν, για το σκοπό αυτό από φορείς όπως το Πανεπιστήμιο, η Πολιτεία, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

2.12.1998a

«H έννοια της ισοδυναμίας στη μεταφραστική πράξη».

Πρακτικά του 12ου Διεθνούς Συμποσίου Θεωρητικής και Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας, Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας Α.Π.Θ., τόμος 2, 1998, σσ. 184 - 196.

Στόχος της εργασίας είναι ο ορισμός, με γλωσσολογικά κριτήρια, της έννοιας της ισοδυναμίας στη μεταφραστική διαδικασία. Στην προσπάθεια αυτή μελετάται ο τρόπος απόδοσης διάφορων γραμματικών κατηγοριών (γραμματικοί χρόνοι, πρόσωπο) της ελληνικής προς τη γαλλική, της αγγλικής προς τη γαλλική και γαλλικής προς την ελληνική γλώσσα.

Από τη μελέτη επιβεβαιώνεται καταρχήν η αναγκαιότητα ένταξης της ισοδυναμίας σε ένα ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο το οποίο δεν επικεντρώνει το ενδιαφέρον στα γλωσσικά στοιχεία αυτά καθαυτά, αλλά στη λειτουργία τους μέσα στο λόγο και στις συνθήκες χρήσεις τους.

Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι, καθώς η σημασία ενός εκφωνήματος δεν περιορίζεται στο σύνολο των σημαινόμενων που το συνθέτουν, η ισοδυναμία στη μετάφραση δεν σχετίζεται με τη μορφή, αλλά με αυτό που η μορφή σηματοδοτεί στα πλαίσια μίας κατάστασης εκφοράς.

2.11.1997b

«Δείξη και τύποι επισήμανσης: από την έννοια στην εννοιολογική εμφάνιση».

Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, τ. 17, Θεσ/νίκη: Αφοι Κυριακίδη, 1997, σσ. 478 - 492.

Στόχος της εργασίας είναι η μελέτη των τύπων επισήμανσης που είναι δυνατό να εισαχθούν από έναν ενδείκτη. Eίναι αποδεδειγμένο ότι η παρουσία ενός ενδείκτη μέσα στο λόγο επιτελεί αρχικά τον ορισμό μιας κατηγορηματικής σχέση ως προς τη στιγμή εκφοράς του λόγου. Έτσι, μέσα σε ένα εκφώνημα οι ενδείκτες αποδίδουν αναφορική αξία στη διαδικασία ή στο όνομα με τα οποία συνδέονται.

Το ερώτημα που προκύπτει ωστόσο είναι αν όλες οι διαδικασίες επισημαίνονται με τον ίδιο τρόπο, όπως επίσης και ως ποιό σημείο ή συγκεκριμενοποίηση μιας έννοιας επηρεάζεται από την παρουσία ή την απουσία ενδεικτών. Δεχόμενοι λοιπόν ότι μία διαδικασία μπορεί να ορισθεί ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο επιτελείται η δημιουργία της εμφάνισής της, μελετάται ο τρόπος συγκεκριμενοποίησης μίας έννοιας σε σχέση με το φαινόμενο της δείξης.

Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι η διεργασία της επισήμανσης που επιτελείται από τους ενδείκτες διαφέρει ανάλογα με τη λειτουργία των διαδικασιών, ανάλογα δηλαδή με τον τρόπο που προσδιορίζεται η εμφάνιση της έννοιας που δηλώνουν καθώς και ανάλογα με το αν ο γραμματικός χρόνος του ρήματος μπορεί ή όχι να ορίσει ένα χρονικό σημείο πάνω στο χρονικό άξονα.

2.10.1997a

«The temporal particle 'όταν': some specifities on temporal localization».

Greek Linguistics '95, G. Drachman, A. Malikouti - Drachman, J. Fykias, C. Klidi (eds), τόμος II, 1997, σσ. 471 - 482.

Στόχος της εργασίας είναι η μελέτη του χρονικού όταν. O ενδείκτης παρουσιάζει μία ποικιλία χρήσεων και χαρακτηριστικών αξιών, που καθιστούν δύσκολο έναν ομοιογενή και ολοκληρωμένο ορισμό του. Το όταν συνδέει δύο φράσεις δημιουργώντας μία σχέση αλληλεξάρτησης που εκδηλώνεται σε συντακτικό και χρονικό επίπεδο, καθώς και σε αυτό της γλωσσικής εκφοράς. Ωστόσο η διεργασία του χρονικού εντοπισμού δεν επιτελείται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις περιπτώσεις. Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι οι υπάρχοντες διαφορετικοί τύποι χρήσης του όταν σηματοδοτούν μία κοινή μεταγλωσσική λειτουργία.

2.9.1996b

«La traduction comme contact des langues et moyen d'apprentissage».

Πρακτικά του B' πανελλήνιου Συνεδρίου Kαθηγητών Γαλλικής Γλώσσας, 1996, σσ. 77 - 81.

Στόχος της εργασίας είναι η μελέτη της μεταφραστικής διαδικασίας ως γλωσσολογικό φαινόμενο καθώς και η εισαγωγή της στην εκπαιδευτική διαδικασία. Στο πρώτο μέρος, το ενδιαφέρον της μελέτης επικεντρώνεται στη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη μεταφραστική διαδικασία και τη διαδικασία εκφοράς του λόγου, στο ρόλο του μεταφραστή καθώς και στην ιδιαίτερη σημασία του γλωσσικού περιβάλλοντος και των κοινωνικο-πολιτισμικών παραμέτρων που επενεργούν κατά το πέρασμα από τη γλώσσα-πηγή στη γλώσσα-στόχο. (Σε ένα μεγάλο βαθμό επαναλαμβάνονται οι θεωρητικές προτάσεις της εργασίας 2.7.1996α).

Στο δεύτερο μέρος το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στις παραμέτρους τις οποίες πρέπει να λάβει υπόψη του ο καθηγητής της ξένης γλώσσας για τη χρησιμοποίηση της μετάφρασης ως μέσο εκμάθησης μιας ξένης γλώσσας και όχι ως μέσο ελέγχου ή πιστοποίησης ήδη υπαρχόντων γνώσεων. Επίσης προτείνεται μία σειρά ασκήσεων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη του στόχου αυτού.

2.8.1996a

«Γλωσσολογία του Εκφερόμενου Λόγου και Μετάφραση: μια προσπάθεια προσέγγισης».

Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, τ. 16, Θεσ/νίκη: Αφοι Κυριακίδη, 1996, σσ. 423 - 434.

Σκοπός της εργασίας είναι μελέτη των δυνατοτήτων που προσφέρει η θεωρία των λεκτικών διεργασιών του A. Culioli για μία συστηματοποιημένη μελέτη της μετάφρασης. Αποδεικνύεται ότι η υιοθέτηση ενός θεωρητικού μοντέλου βασισμένου στον ορισμό των διεργασιών που συντελούν στην παραγωγή του λόγου, στη λεκτική πραγμάτωση δηλαδή και όχι στην ταξινόμηση των γλωσσικών στοιχείων, μπορεί να εξηγήσει τις αλλαγές που παρατηρούνται στο πέρασμα από τη γλώσσα -πηγή στη γλώσσα στόχο με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από ότι μία λεξικολογική ή περιγραφική προσέγγιση.

Εκείνο που διαφαίνεται είναι ότι η μελέτη της μετάφρασης δεν ορίζεται στο επίπεδο των αναλογιών των γλωσσικών σχημάτων, αλλά απαιτεί, από αυτόν που την εκτελεί, την κατανόηση των γλωσσικών διεργασιών που σηματοδοτούνται από τα γλωσσικά στοιχεία. Oι επιλογές του μεταφραστή δεν είναι υποκειμενικές, υπαγορεύονται όμως από τον τρόπο οργάνωσης των γλωσσικών συστημάτων. Τελικά, πίσω από τις ιδιαιτερότητες κάθε συστήματος, υπάρχει ένας κοινός λειτουργικός τόπος που όχι μόνο επιτρέπει τη μετάφραση, αλλά επιβεβαιώνει και την καθολικότητα του λόγου.

2.7.1995

«Ο ενδείκτης τότε».

Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, τ. 15, Θεσ/νίκη: Αφοι Κυριακίδη, 1995, σσ. 384 - 393.

Στόχος της εργασίας είναι η μελέτη των λειτουργιών του ενδείκτη τότε. Προτείνεται μια περιγραφή των χρήσεων του ενδείκτη η οποία οδηγεί από την «ιδιαιτερότητα» του γλωσσικού περιβάλλοντος στην «κανονικότητα» της ιδιότητας. Έτσι, παρουσιάζονται οι διάφορες λειτουργίες του (χρονική - επαγωγική) και αποδεικνύεται ότι πίσω από την ποικιλομορφία του γλωσσικού περιβάλλοντος υπάρχει μία βασική λειτουργία που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «τυπική ιδιότητα».

2.6.1994

«The verbs 'πηγαίνω' and 'έρχομαι' in Modern Greek».

Current Issues in Linguistic Theory, no 117, Themes in Greek Linguistics, Amsterdam: John Benjamins Publishing Company, 1994, σσ. 193 - 199.

Στη μελέτη αυτή αναλύονται οι σημασιολογικές και λειτουργικές ιδιαιτερότητες των ρημάτων πηγαίνω και έρχομαι. Πιο συγκεκριμένα, η ανάλυση γλωσσικών ενοτήτων όπως τα συγκεκριμένα ρήματα, απαιτεί όχι μόνο την εξέταση των συνηθισμένων παραγόντων για τη μελέτη ενός ρήματος (πχ. ποιόν ενεργείας, χρόνος, τροπικότητα), αλλά και ορισμένων άλλων παραμέτρων της επικοινωνιακής πράξης.

Στην εργασία επιχειρείται καταρχήν ο γλωσσολογικός ορισμός της έννοιας της κίνησης. Kατόπιν εξετάζονται οι τρόποι με τους οποίους τα δύο ρήματα αποκτούν την αναφορική τους αξία και σημασία, καθώς επίσης και οι χρήσεις τους με την πρόθεση σε και τον σύνδεσμο να. H διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στα δύο ρήματα ορίζεται σε μεταγλωσσικό επίπεδο και καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στην περίπτωση του πηγαίνω η έννοια της κίνησης δηλώνει το σκοπό του συντακτικού υποκειμένου, ενώ στην περίπτωση του έρχομαι δηλώνει την πρόθεσή του.

2.5.1994 (Διδακτορική διατριβή).

«La théorie des opérations énonciatives et la traduction : Étude de la deixis dans son passage du grec vers le français ».

Στόχος της έρευνας είναι η επιβεβαίωση των δυνατοτήτων τις οποίες προσφέρει η επιστήμη της Γλωσσολογίας στη μελέτη της μεταφραστικής διαδικασίας. Mε βάση τη συγκριτική μελέτη των δομών των δυο γλωσσών καθώς επίσης και των προβλημάτων που προκύπτουν κατά τη μετάφραση των ενδεικτών (χρονικά - τοπικά επιρρήματα, ρήματα κίνησης, γραμματικοί χρόνοι) από την ελληνική στη γαλλική γλώσσα, επιχειρείται η συστηματοποίηση των επιλογών των μεταφραστών. Αφετηρία της εργασίας αποτελεί η υπόθεση ότι οι κατά τη μεταφραστική διαδικασία επιτελούμενες αλλαγές δεν είναι τυχαίες, αλλά επιβάλλονται από την επικοινωνιακή λειτουργία κάθε γλωσσικού στοιχείου.

Το θεωρητικό μοντέλο στο οποίο βασίζεται η ανάλυση των γλωσσικών στοιχείων είναι αυτό των γλωσσικών διεργασιών που έχει προταθεί από τον A. Culioli.

H διατριβή περιλαμβάνει πέντε κεφάλαια.

Το τελικό συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι τα μεταφραστικά προβλήματα που παρατηρούνται οφείλονται στον διαφορετικό τρόπο προσδιορισμού του συστήματος της δείξης στις δύο γλώσσες: στα ελληνικά προσδιορίζεται με βάση τις συντεταγμένες του ομιλητή, ενώ αντίθετα στα γαλλικά ορίζεται ως προς αυτές του συνομιλητή. Ακόμα μέσα από την έρευνα:

α. ορίζονται οι βασικές λειτουργίες των γραμματικών χρόνων της Νέας Ελληνικής, όπως και οι αντίστοιχες της Γαλλικής· εξετάζεται επίσης και το πώς η χρήση των χρονικών ενδεικτών επηρεάζει τις συγκεκριμένες λειτουργίες.

β. αποδεικνύεται ότι αν και υπάρχουν κοινές γλωσσικές φόρμες στις δύο γλώσσες, οι χαρακτηριστικές αξίες τους είναι διαφορετικές, γεγονός που δηλώνει ότι η διάρθρωση του τόπου και του χρόνου βασίζεται σε διαφορετικές παραμέτρους, στις δύο γλώσσες.

γ. επιτρέπει τη θεώρηση των διαφόρων μεταφράσεων ως αποτέλεσμα της οργάνωσης και των ιδιαιτεροτήτων των γλωσσικών συστημάτων και όχι σαν υποκειμενική επιλογή του μεταφραστή. Έτσι η μελέτη της μετάφρασης δεν ορίζεται στο επίπεδο των αναλογιών των γλωσσικών σχημάτων, αλλά απαιτεί από τον μεταφραστή την κατανόηση των γλωσσικών διεργασιών που σηματοδοτούνται μέσα από τα γλωσσικά στοιχεία.

2.4.1993

«Γενικές παρατηρήσεις πάνω στους ενδείκτες 'εδώ - εκεί'».

Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, τ. 13, Θεσ/νίκη: Αφοι Κυριακίδη, σσ. 461 - 471.

Στόχος της εργασίας είναι η μελέτη των λειτουργιών των τοπικών ενδεικτών «εδώ» και «εκεί». H μελέτη βασίζεται σε συγκεκριμένο γλωσσικό υλικό και γίνεται με βάση τη θεωρία των γλωσσικών διεργασιών του A. Culioli. Το ενδιαφέρον μας επικεντρώνεται αρχικά στη σχέση του τόπου με το χρόνο και στον τρόπο με τον οποίο προσδιορίζεται ο τόπος μέσα στη γλωσσική διαδικασία. Παραμερίζοντας λοιπόν το κριτήριο της απόστασης για τον ορισμό των τοπικών ενδεικτών θεωρούμε:

· ότι κάθε τοπική σχέση είναι μία διεργασία επισήμανσης μεταξύ δύο όρων.

· ότι η έννοια του εντοπισμού πρέπει να εκληφθεί ως συνώνυμη της επισήμανσης, ως διεργασία επομένως και όχι στη μεταγλωσσική της συνδήλωση.

Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο ενδείκτης «εδώ» λειτουργεί ως διενεργητής ταύτισης ενώ ο ενδείκτης «εκεί» ως διενεργητής διαφοροποίησης. Ακόμη, ότι ο τοπικός εντοπισμός του τρίτου προσώπου εγκλείει την ύπαρξη μίας τυπικής προϋπόθεσης.

2.3.1992b

«Γενικές παρατηρήσεις πάνω στον Eνεστώτα».

Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου για τη Σύγχρονη Ελληνική Γλώσσα, Αθήνα: ΟΕΔΒ, σσ. 103 - 106.

H εργασία αναφέρεται στα γενικά χαρακτηριστικά του γραμματικού χρόνου ενεστώτα όπως αυτά παρουσιάζονται μέσα από τις διάφορες γραμματικές και στα αδιέξοδα στα οποία πολλές φορές αυτές μας οδηγούν. Δεν πρόκειται για μια ενδελεχή ανάλυση του θέματος, αλλά για τον ορισμό των προβλημάτων σε συνάρτηση με την αδυναμία της σχολικής Γραμματικής να δώσει απαντήσεις σε απορίες και προβληματισμούς που αφορούν στη χρήση των γραμματικών χρόνων.

Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι ότι η πολυμορφία των χρήσεων του ενεστώτα μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο αν δεχτούμε ότι αδυνατεί -σε αντίθεση με τον αόριστο- να τοποθετήσει από μόνος του μία διαδικασία πάνω στο χρονικό άξονα καθώς επίσης και να δηλώσει ότι η συγκεκριμένη διαδικασία είναι ταυτόχρονη της στιγμής ομιλίας. Έτσι, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η χρήση του από τον ομιλητή δηλώνει την «παραπομπή στην έννοια». Δηλώνει, δηλαδή, ότι η σημασία πού αντιστοιχεί στο κατηγόρημα είναι επιβεβαιωμένη από το υποκείμενο του εκφωνήματος, χωρίς όμως να ορίζει τον τρόπο με τον οποίο αυτό πετυχαίνεται.

2.2.1992a

«Οι λειτουργίες του χρονικού 'τώρα' στα Nέα Eλληνικά».

Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, τ. 12, Θεσ/νίκη: Αφοι Κυριακίδη, σσ.319 - 328.

Στόχος της εργασίας είναι η μελέτη των λειτουργιών του χρονικού ενδείκτη τώρα μέσα στο λόγο. O ενδείκτης θεωρείται ως ένα γλωσσικό σημείο το οποίο, επειδή στερείται συγκεκριμένης σημασίας, επαναπροσδιορίζεται σε κάθε χρήση του από τον ομιλητή, προσδιορίζοντας ταυτόχρονα τις χρονικές παραμέτρους εκφοράς του λόγου. H ανάλυση του «τώρα» βασίζεται σε συγκεκριμένο γλωσσικό υλικό και γίνεται με βάση τη θεωρία των γλωσσικών διεργασιών του A. Culioli. Eξετάζονται επίσης οι ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει στη χρήση του με τους διάφορους γραμματικούς χρόνους.

2.1.1989 (Mεταπτυχιακή Eργασία).

Les pronoms démonstratifs en grec moderne : a. les emplois, b. problèmes de traduction en français.

Στόχος της εργασίας είναι ο ορισμός των λειτουργιών των δεικτικών αντωνυμιών «αυτός» και «εκείνος», καθώς και η μελέτη του τρόπου μετάφρασής τους στη γαλλική γλώσσα.

Στο πρώτο μέρος γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα στις δεικτικές και προσωπικές αντωνυμίες. Στο δεύτερο μέρος αποδεικνύεται η αδυναμία των αποστασιακών κριτηρίων για τον ορισμό των λειτουργιών τους μέσα στη γλώσσα, μελετάται η χρήση των πρώτων και επιχειρείται ο μεταγλωσσικός τους ορισμός. Στο τρίτο μέρος μελετώνται τα προβλήματα που δημιουργούνται κατά τη μετάφρασή τους στη γαλλική γλώσσα.